ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ
1
Βλέπουμε ένα νιόπαντρο ζευγάρι πολύ ερωτευμένο που όμως του λείπει η οικονομική άνεση για να ολοκληρώσει την ευτυχία του. Μια μέρα χτυπά η πόρτα και ένας αλλόκοτος άντρας τους προσφέρει ένα κουτί που έχει επάνω ένα κόκκινο κουμπί.
-Αν πατήσετε αυτό το κουμπί, λέει ο άντρας, θα γίνετε πολύ πλούσιοι και κάποιος που δε γνωρίζετε θα χάσει τη ζωή του.
Ο άντρας φεύγει κι αφήνει πίσω του το ζευγάρι προβληματισμένο.
Μια ολόκληρη εβδομάδα παλεύουν με τη φτώχεια τους και την απόφαση να πατήσουν το κουμπί όταν η γυναίκα προτείνει να το πατήσουν!
-Έτσι κι αλλιώς αυτός που θα πεθάνει, δεν είναι κάποιος που ξέρουμε. Τι μας νοιάζει λοιπόν;
Ο άνδρας συμφωνεί και πατούν μαζί το κουμπί.
Την άλλη μέρα στο κατώφλι του σπιτιού τους εμφανίζεται ξανά ο αλλόκοτος άνδρας που ήρθε να πάρει πίσω το κουτί και να τους γεμίσει με πλούτη.
-Δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να ανησυχήσετε για χρήματα. Δώστε μου τώρα το κουτί. Πρέπει να το παραδώσω σε κάποιον...που δε γνωρίζετε...
2
Ο Cassan Said Amer λέει μια ιστορία για έναν λέκτορα που ξεκίνησε ένα
σεμινάριο κρατώντας ψηλά ένα εικοσαδόλλαρο και ρωτώντας:
- Ποιος θέλει αυτό το εικοσαδόλλαρο;
Πολλά χέρια υψώθηκαν, αλλά ο λέκτορας είπε:
- Πριν το δώσω, υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω.
Λυσσασμένα το τσάκισε, και ρώτησε ξανά:
- Ποιος θέλει ακόμα αυτό το χαρτονόμισμα;
Τα χέρια συνέχισαν να είναι υψωμένα.
- Και αν κάνω αυτό;
Το πέταξε στον τοίχο, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα, το κλώτσησε, το
πάτησε και πάλι σήκωσε το χαρτονόμισμα - βρώμικο και τσαλακωμένο.
Επανέλαβε την ερώτηση και τα χέρια παρέμειναν υψωμένα.
- Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε αυτήν την σκηνή - είπε ο λέκτορας.Ό,τι κι
αν κάνω με αυτό το χαρτονόμισμα, θα συνεχίσει να είναι ένα εικοσαδόλλαρο.
Πολλές φορές στις ζωές μας μας τσακίζουν, μας πατάνε, μας κλωτσάνε, μας
κακομεταχειρίζονται, μας προσβάλλουν: αλλά, παρόλα αυτά, εξακολουθούμε να
αξίζουμε το ίδιο.
3
Μια μέρα ξεκίνησε ένας σκορπιός να κάνει το γύρο του κόσμου.
Κατά το μεσημέρι συνάντησε μπροστά του ένα βαθύ ποτάμι.
Σκεφτόταν πως να βρει ένα τρόπο να το περάσει, όταν είδε δίπλα στην όχθη ένα βάτραχο.
- Φίλε μου βάτραχε, του είπε, μήπως μπορείς να με περάσεις απέναντι;
Ο βάτραχος το σκέφτηκε και του απάντησε προβληματισμένος:
- Κοίταξε, ευχαρίστως θα σε περνούσα απέναντι, αλλά φοβάμαι πως θα με τσιμπήσεις με το κεντρί σου και θα πεθάνω.
-Θα ήμουν τρελός να κάνω κάτι τέτοιο, του απάντησε ο σκορπιός.
Αν το έκανα τότε θα πνιγόμουν και εγώ. Θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.
Πείστηκε έτσι ο βάτραχος και τον φόρτωσε στην πλάτη του να τον πάει απέναντι. Μετά από λίγη ώρα και ενώ βρισκότανε στη μέση του ποταμιού, ξαφνικά γυρίζει ο σκορπιός και τον τσιμπάει με το κεντρί του θανάσιμα.
Ξεψυχώντας και καθώς άρχισε να βυθίζεται στο νερό ο βάτραχος με φωνή γεμάτη απορία τον ρώτησε:
-Μα γιατί το έκανες αυτό; Δεν καταλαβαίνεις πως θα πεθάνεις και συ τώρα;
Ο σκορπιός τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με θλιμμένη φωνή:
- Το ξέρω φίλε μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς...
Είναι δυστυχώς στη φύση μου ξέρεις...
4
O φίλος μου άνοιξε το συρτάρι από το κομοδίνο της γυναίκας του κι έβγαλε ένα πακέτο τυλιγμένο σε ακριβό ριζόχαρτο. "Αυτό είπε δεν είναι ένα οποιοδήποτε πακέτο, είναι ακριβά εσώρουχα."
Πέταξε το περιτύλιγμα και θαύμαζε το ακριβό άγριο μετάξι.«Το αγόρασα την πρώτη φορά που πήγαμε στην Νέα Υόρκη πριν 8 ή 9 χρόνια". "Δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Το κρατούσε για μια ειδική περίπτωση «Πιστεύω ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση»
Πλησίασε το κρεβάτι και άφησε τα εσώρουχα με τα άλλα πράγματα που θα πήγαινε στον νεκροθάφτη. Η γυναίκα του μόλις είχε πεθάνει. Γυρνώντας προς εμένα μου είπε:"Mην κρατάς τίποτα για μια ειδική περίπτωση"
Κάθε μέρα που ζεις είναι μια ειδική περίπτωση. Ακόμα σκέφτομαι αυτές τις κουβέντες που μου άλλαξαν τη ζωή.
Τώρα διαβάζω πολύ και καθαρίζω λιγότερο. Κάθομαι στο μπαλκόνι και θαυμάζω τη φύση. Χωρίς να με στεναχωρεί η ακαταστασία του κήπου.
Περνώ περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους και λιγότερο χρόνο δουλεύοντας. Κατάλαβα ότι η ζωή πρέπει να είναι ένα σύνολο εμπειριών που σε γεμίζουν και όχι μια απλή επιβίωση.
Δεν φυλάσσω πια τίποτα. Χρησιμοποιώ τα ακριβά κρυστάλλινα ποτήρια κάθε μέρα. Βάζω τα καινούργια μου ρούχα για να πάω για ψώνια αν αποφασίσω έτσι ή το επιθυμώ.
Δεν κρατώ το ακριβό μου άρωμα για τις ειδικές περιπτώσεις, το χρησιμοποιώ όποτε το θέλω. Η φράση ' μια μέρα...' και ' μια απ' αυτές τις μέρες ' εξαφανίζονται από το λεξιλόγιο μου. Αν αξίζει τον κόπο να δεις ή να ακούσεις ή να κάνεις κάτι, κάντο τώρα.
Δεν ξέρω τη θα έκανε η γυναίκα του φίλου μου... Αν ήξερε ότι δεν θα ήταν εδώ ' αύριο ' που όλοι μας παίρνομε τόσο αψήφιστα. Πιστεύω ότι θα είχε φωνάξει την οικογένεια και καλούς φίλους. Πιθανόν να είχε καλέσει και κάποιους παλιούς φίλους για να ζητήσει συγνώμη και να συμφιλιωθεί για κάποιες παλιές αστείες διαφορές. Θέλω να πιστεύω ότι θα είχε πάει να φάει κινέζικα που τόσο αγαπούσε.
Είναι αυτά τα μικρά πράγματα που αν δεν γίνουν θα με δυσαρεστούσαν αν ήξερα ότι οι ώρες μου ήταν μετρημένες. Θα με δυσαρεστούσαν γιατί έπαψα να βλέπω καλούς φίλους με τους οποίους θα επικοινωνούσα μια ' μέρα ' ...Θα με δυσαρεστούσαν γιατί δεν έγραψα ένα γράμμα που ήθελα να γράψω ' μια απ αυτές τις μέρες '. Θα στεναχωριόμουν και θα λυπόμουν γιατί δεν είπα στους πολύ δικούς μου συχνά και αρκετά πόσο τους αγαπώ.
Τώρα προσπαθώ να μην καθυστερώ, να μην κρατώ ή φυλάω τίποτα που Θα μπορούσε να προσφέρει γέλιο και χαρά στη ζωή μας.
Κάθε μέρα λοιπόν λέω στον εαυτό μου ότι είναι μια ξεχωριστή μέρα. Κάθε μέρα, κάθε ώρα κάθε λεπτό είναι ξεχωριστό.
Ζω τη ζωή μου λοιπόν σαν να πεθάνω αύριο και σκέφτομαι σαν να μη πεθάνω ποτέ.
5
Δύο ταξιδιώτες φίλοι περνούσαν κάποτε από το δάσος και συνάντησαν μια αρκούδα.
Ο ένας έτρεξε γρήγορα και ανέβηκε σε ένα δέντρο, ενώ ο άλλος δεν τα κατάφερε.
Αναγκάστηκε, λοιπόν, να πέσει στο έδαφος και να κάνει τον νεκρό για να τον αγνοήσει η αρκούδα.
Όντως, η αρκούδα, αφού τον μύρισε για λίγο στο αυτί, έφυγε.
Τότε ο σύντροφος του κατέβηκε από το δέντρο και τον ρώτησε:
"Τί έκανε στο αυτί σου η αρκούδα;".
Ο άλλος απάντησε:
"Μου είπε να μην εμπιστεύομαι τον φίλο που με εγκαταλείπει όταν τον χρειάζομαι".
Η αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της φιλίας.
6
Ήταν μια φορά ένας νεαρός, ο οποίος συμπεριφερόταν μερικές φορές βίαια.
Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακουλάκι με καρφιά και του είπε να καρφώνει ένα καρφί στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο κάθε φορά που θα έχανε την υπομονή του και θα μάλωνε με κάποιον.
Την πρώτη μέρα έφτασε στο σημείο να καρφώσει 37 καρφιά στο πεζοδρόμιο.
Κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και ο αριθμός των καρφιών που κάρφωνε στο πεζοδρόμιο λιγόστευε συνεχώς μέρα με τη μέρα: είχε ανακαλύψει ότι ήταν πιο εύκολο να συγκρατείται από το να καρφώνει καρφιά.
Τελικά, έφτασε η μέρα κατά την οποία ο νεαρός δεν έβαλε ούτε ένα καρφί στο πεζοδρόμιο.
Τότε πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε ένα καρφί.
Τότε ο πατέρας του, του είπε να βγάζει ένα καρφί για κάθε μέρα που θα περνούσε χωρίς να χάσει την υπομονή του.
Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά μπόρεσε να πει στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλα τα καρφιά απ το πεζοδρόμιο.
Ο πατέρας τότε, οδήγησε τον υιό του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο και του είπε:
- «Παιδί μου, συμπεριφέρθηκες καλά, αλλά κοίτα πόσες τρύπες έχει το πεζοδρόμιο. Αυτό δεν θα είναι πια όπως πριν.
Όταν μαλώνεις με κάποιον και του λες κάτι προσβλητικό, του αφήνεις μια πληγή όπως αυτή.
Μπορείς να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο και μετά να του βγάλεις το μαχαίρι, ωστόσο όμως θα του μείνει πάντα μια πληγή.»
«Λίγη σημασία έχει πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, η πληγή που γίνεται με τα λόγια κάνει τόση ζημιά όσο και μία πληγή στο σώμα σου.
Οι φίλοι είναι σπάνιοι, σε κάνουν να γελάς και σου φτιάχνουν το κέφι.
Πάντα είναι διαθέσιμοι να σε ακούσουν όταν το χρειάζεσαι, σε αγαπούν και σε δέχονται στο σπίτι τους.»
7
Παιδί: Μπαμπά με αγαπάς;
Πατέρας: Φυσικά παιδί μου.
Παιδί: Μπορείς να μου το αιτιολογήσεις σε παρακαλώ πολύ;
Πατέρας: Μα και βέβαια σε αγαπώ δεν βλέπεις τι έχω κάνει για σένα;
Σου έκανα εξοχικό , αυτό το σπίτι θα γίνει δικό σου, σε σπούδασα, σου έδινα χρήματα όποτε μου ζήτησες, έκανα τα πάντα για σένα!
Παιδί: Μπαμπά να σε ρωτήσω κάτι... διότι πιστεύω ότι αγάπη είναι άλλα πράγματα.
Πότε με πήρες αγκαλιά;
Πατέρας:...
Παιδί: Πότε με φίλησες και μου είπες σ'αγαπώ χωρίς να έχω γιορτή ή να υπάρχει λόγος;
Πατέρας:...
Παιδί: Πότε με σκέπασες όταν πήγαινα για ύπνο;
Πατέρας:...
Παιδί: Πότε με κατάλαβες όταν έκλαιγα;
Και εσύ έλεγες τι θες να σου πάρω για να σου περάσει;
Πατέρας:...
Παιδί: Τώρα που το σκέφτομαι πατέρα, οι μητέρες στην Αφρική που κρατούν τα παιδιά στην αγκαλιά τους και τα ταΐζουν με το σάλιο τους
δεν τα αγαπούν αφού δεν έχουν περιουσία να τους αφήσουν, σωστά;
Πατέρας:...
Παιδί: Τελικά Μπαμπά πόσο κοστίζει η αγάπη για να ξέρω και εγώ πόσα μηδενικά πρέπει να αφήσω στο λογαριασμό του δικού μου παιδιού;
8
Ο Κενός Τοίχος
Δύο άντρες πολύ σοβαρά άρρωστοι, ήταν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στον έναν επιτρέπονταν να μένει καθιστός μία ώρα το απόγευμα γιατί τον βοηθούσε να φύγουν τα υγρά από τους πνεύμονες. Το κρεβάτι που βρισκότανε ακριβώς δίπλα στο παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άντρας έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια ξαπλωμένος σε ακινησία και ένας μεσότοιχος που βρισκόταν μεταξύ των κρεβατιών δεν του επέτρεπε να κοιτάει έξω από το παράθυρο. Οι άντρες κατέληξαν να μιλούν ατελείωτα. Μιλούσαν για τις συζύγους τους, τις οικογένειες τους, τα σπίτια τους ,τις δουλειές τους ,την θητεία τους στον στρατό, ακόμα και για το πού είχαν πάει διακοπές. Κάθε απόγευμα ο άντρας που του επιτρεπόταν να μένει καθιστός περιέγραφε στον συγκάτοικό του όλα όσα έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου.
Ο άντρας που βρισκόταν σε αναγκαστική ακινησία άρχιζε να καταλαβαίνει πως ζει γι' αυτές τις μοναδικές απογευματινές ώρες που η άποψη του μεγάλωνε και ζωντάνευε από όλη την δραστηριότητα και τα χρώματα του έξω κόσμου.
Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια θαυμάσια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι κολυμπούσαν εκεί, και τα παιδιά έπαιζαν με μικρά μοντέλα σκαφών στο νερό. Νεαρά ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι-χέρι μέσα στα υπέροχα λουλούδια που είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τεράστια παλιά δέντρα στέκονταν με χάρη επάνω στο έδαφος και μια υπέροχη θέα του ουρανοξύστη της πόλης φαινόταν από μακριά. Καθώς ο άντρας δίπλα στο παράθυρο εξηγούσε όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι φαντάζονταν όλα αυτά που άκουγε. Ένα απόγευμα ο άντρας που ήταν δίπλα στο παράθυρο, περιέγραφε μια παρέλαση που περνούσε. Παρόλο που ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι δεν μπορούσε να ακούσει τον ήχο της μπάντας ,μπορούσε και μόνο με τα μάτια του μυαλού του να δει τους κλόουν που χόρευαν, τα πολύχρωμα άρματα και τα όμορφα διακοσμημένα αυτοκίνητα και άλογα.
Οι μέρες πέρασαν. Ο άντρας που δεν μπορούσε να δει από το παράθυρο άρχισε να επιτρέπει σπόρους έχθρας να αναπτύσσονται μέσα του. Όσο και να εκτιμούσε τις περιγραφές του συγκατοίκου του, εύχονταν μέσα του να ήταν αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δει την θέα από το παράθυρο. Άρχισε να αποστρέφεται το συγκάτοικό του και στο τέλος ο πόθος του να είναι δίπλα στο παράθυρο τον έφερε σε απόγνωση. Ένα πρωινό σε μια επίσκεψη της νοσοκόμας στο δωμάτιο βρήκε τον άντρα δίπλα στο παράθυρο νεκρό. Είχε πεθάνει ειρηνικά μέσα στον ύπνο του. Λυπημένα κάλεσε τους νοσοκόμους και απομάκρυνε το πτώμα του. Μετά από ένα χρονικό διάστημα για να μην θεωρηθεί και απρέπεια ο άντρας ζήτησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Εκείνη με πολλή προθυμία τον μετακίνησε και φρόντισε να είναι άνετος. Σιγά-σιγά στηρίχθηκε με πόνο στον αγκώνα του να σηκωθεί να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο. Επιτέλους θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο και όλες τις δραστηριότητες του. Αυτό που είδε ήταν ένας κενός τοίχος.
Κάλεσε την νοσοκόμα και την ρώτησε: πώς μπορούσε ο συγκάτοικός μου να βλέπει όλα αυτά που μου περιέγραψε; Πώς μπορούσε να μου μιλάει για τόση ομορφιά και με τόσες λεπτομέρειες, όταν αυτό που φαίνεται από αυτό εδώ το παράθυρο είναι ένας παλιός και βρώμικος τοίχος; Και η νοσοκόμα του απάντησε : Ω θεέ μου........δεν το ξέρατε πως ο πρώην συγκάτοικος σας ήταν τυφλός ; Δεν μπορούσε να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει.
Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι ,πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες σε αυτά που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.
9
Στα χρόνια τα παλιά , κάποιος βασιλιάς αποφάσισε να στείλει το παιδί του να περάσει μια νύχτα με μια πολύ φτωχή οικογένεια.
Σκοπός αυτής του της κίνησης ήταν να αφήσει το νεαρό πριγκιπόπουλο
να δει με τα ίδια του τα μάτια τον τρόπο διαβίωσης ενός μέρους των μελλοντικών υπηκόων του,
που όχι μόνο δεν είχαν χρήματα να ξοδέψουν μα δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν ακόμα και αυτή την απλή καθημερινότητα τους.
Ο βασιλιάς έντυσε σαν απλό χωρικό το παιδί και το συμβούλεψε να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του,
για να μην νοιώθουν άβολα οι οικοδεσπότες του.
Το βοήθησε να ανέβει σε μια παλιά άμαξα και πρόσταξε τον οδηγό να το μεταφέρει στην οικογένεια που είχε επιλέξει.
Την επόμενη ημέρα , ο βασιλιάς υποδέχτηκε το νεαρό πρίγκιπα και του ζήτησε να του περιγράψει την εμπειρία του.
Το παιδί αφού τον κοίταξε για λίγη ώρα αμίλητο , αποκρίθηκε:
"Ήταν μια πολύ καλή εμπειρία πατέρα.
Έμαθα πως έχουμε πανέμορφα κάτασπρα άλογα ,που όπως λες πολλοί θα ζήλευαν,
ενώ αυτοί έχουν σκυλιά και κότες και χήνες.
Έχουμε ένα μεγάλο πλουμιστό σιντριβάνι και αυτοί έχουν το ποτάμι.
Διαθέτουμε μια πελώρια ξεσκέπαστη βεράντα,
αλλά αυτοί έχουν τον ουρανό με τα αστέρια και το φεγγάρι.
Έχουμε ένα τεράστιο κήπο γεμάτο λουλούδια , μα αυτοί έχουν το δάσος."
Και ενώ ο βασιλιάς άκουγε αποσβολωμένος τα όσα έλεγε με στόμφο ο γιός του,το παιδί πρόσθεσε:
"Σε ευχαριστώ πατέρα που μου έδειξες πόσο φτωχοί είμαστε!"
Ο βασιλιάς που μια ημέρα πριν έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση,
διαβλέποντας πως το πριγκιπόπουλο μόλις αντίκριζε την φτώχια των απλών ανθρώπων
θα αντιλαμβανόταν άμεσα τη διαφορά και θα κατανοούσε επιτέλους την επιμονή του στον πλούτο,
καθόταν τώρα σαστισμένος και αμίλητος...
Όταν μετράμε τι είμαστε, το αποτέλεσμα είναι η ίδια η αντίληψη μας για τη ζωή.
Σκέψου για λίγο και αποφάσισε αν είσαι πλούσιος η φτωχός...
10
Μια γριά κινέζα κουβαλούσε νερό με δυο μεγάλα δοχεία, κρεμασμένα στους ώμους της. Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού. Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της διαδρομής από το ρυάκι στο σπίτι έφθανε μισοάδειο.
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γριά κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι. Το τέλειο δοχείο ένοιωθε περήφανο ενώ το ραγισμένο δυστυχισμένο και ντροπή για την ατέλειά του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να μιλήσει στη γριά.
«Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και σου ζητώ συγνώμη, γιατί 2 χρόνια τώρα μεταφέρω το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου και εξ΄ αιτίας μου κοπιάζεις άδικα».
Η γριά χαμογέλασε: «Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου; Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα. Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και συ τους πότιζες. Δυο χρόνια τώρα μαζεύω λουλούδια και στολίζω το τραπέζι μου. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτή η ομορφιά δε θα λάμπρυνε το σπίτι μου!»
Βέβαια δεν ήταν μόνον η ατέλεια του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό, αλλά και η ιδιαίτερη ικανότητα της γριάς να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του.
Ο καθένας μας έχει «ρωγμές», που μπορεί να γίνουν χρήσιμες και να ομορφύνουν τη ζωή μας. Κάθε «ρωγμή» μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί να βρει κάποιος την ομορφιά που μπορεί να δώσει η ατέλειά μας.
«Ραγισμένοι» φίλοι...
Μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας.Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν την κινέζα γριά, τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.
11
Κάποτε ζούσε ένας γέρος. Τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά, η ακοή του ήταν χάλια,
τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν και ο γέρος περπατούσε με μεγάλη δυσκολία.
Όταν έτρωγε δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερά το κουτάλι του και συχνά λέρωνε το τραπεζομάντηλο.
Ο γιος του και η νύφη του, κοιτούσαν με περιφρόνηση τον γέρο και αποφάσισαν...
να τον ταΐζουν καθιστό πάνω στο πάτωμα, στη γωνιά του δωματίου.
Μια φορά, τα χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε δε μπόρεσε να κρατήσει το παλιό του πιάτο κι εκείνο έπεσε και έσπασε.
Η νύφη άρχισε να κατσαδιάζει τον γέρο.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, μόνο αναστέναξε βαριά.
Τότε ο γιος του έκανε ένα χοντροκομμένο ξύλινο πιάτο.
Τώρα ο πατέρας του έτρωγε από 'κει.
Μια μέρα, όταν οι γονείς κάθονταν γύρω από το τραπέζι και έτρωγαν,
μπήκε στο δωμάτιο ο τετράχρονος γιος τους με ένα κομμάτι ξύλο.
- Τι θα κάνεις με αυτό το ξύλο, ρώτησε ο πατέρας.
- Πιάτο, απάντησε το παιδί, από 'κεί θα τρως εσύ και η μάμα, όταν θα μεγαλώσω.
12
-Είδα έναν έρωτα χθες, είπε το κορίτσι.
-Τι ήταν; ρώτησε το αγόρι.
Έχουν την ίδια ηλικία, πέντε - έξι χρονών.
- Έλα να σου δέιξω, λέει το κορίτσι.
Ξαπλώνει στη χλόη.
- Έλα τώρα απο πάνω μου, λέει στο αγόρι.
Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι.
- Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι, πήγαινε λίγο στο πλάι.
Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.
-Αυτό είναι έρωτας, λέει το κορίτσι.
-Πόσο κρατάει; ρωτάει το αγόρι.
- Πολύ λίγο, λέει το κορίτσι.
Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι.
- Αυτό είναι έρωτας, λέει.
Σηκώνονται όρθια.
Το αγόρι λέει:
-Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα.
- Τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν, λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν.
Το αγόρι σωπαίνει. Λέει απότομα:
-Όμως και γω κατάλαβα.
-Τι κατάλαβες; ρωτάει το κορίτσι.
-Δεν ξέρω, λέει το αγόρι.
-Εκεί, λέει το κορίτσι, ξέρεις που, κάτι εκεί.
-Ναι, λέει το αγόρι. Όμως δεν μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω;
-Όχι, λέει το κορίτσι, τόσο κρατάει ο έρωτας, αν κρατήσει λίγο παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή.
-Ξέρω, λέει το αγόρι. Και τότε λέγεται αλλιώς.
-Και πως λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι.
-Γάμος, λέει το αγόρι.
-Τίποτα δεν ξέρεις, τα αγόρια τίποτα δεν ξέρουν, λέει το κορίτσι.
-Και πως λέγεται τότε, ρωτάει το αγόρι.
Το κορίτσι σωπαίνει. Ύστερα λέει ξαφνικά:
-Γάμος λέγεται η γη με τον ουρανό μαζί. Και δεν κρατάει μονάχα μια ζωή, κρατάει για πάντα.
Η γη από κάτω και από πάνω της ο ουρανός, πάντα. Αυτό είναι γάμος.
-Τίποτα δεν ξέρεις, λέει το αγόρι, τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν και λένε ότι τους κατέβει. Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος.
-Πως λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι.
-Αυτό λέγεται κόσμος, λέει το αγόρι, και δεν έχει καμία σχέση.
Σωπαίνουν.
-Να κάνουμε τώρα τη γη με τον ουρανό; ρωτάει το αγόρι.
-Ναι, λέει το κορίτσι, αλλά τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο.
-Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, αλλά εντάξει θα το πούμε γάμο.
-Καλύτερα να μην το πούμε τίποτα, λέει το κορίτσι,
θα είναι μαζί έρωτας, γάμος και δεν θα έχει όνομα.
-Μ' αρέσει που δεν θα έχει κανένα όνομα, λέει το αγόρι.
- Και μένα, λέει το κορίτσι.
Βρήκανε το πρώτο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα...
13
Η γιαγιά με την μικρή εγγονή της χαζεύουν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες.
-Ποιο είναι αυτό το όμορφο κορίτσι, γιαγιά; ρώτησε η μικρή,
δείχνοντας μια φωτογραφία που απεικόνιζε την γιαγιά με άλλες τρεις παιδικές φίλες.
-Εγώ είμαι είπε συγκινημένη και περήφανη η γιαγιά.
-Εσύ; είπε απορημένη η μικρή.
-Χα,χα! Σου φαίνεται παράξενο που υπήρξα κι εγώ παιδί κάποτε, ε;
Τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή! Μεγαλώνουμε κι αλλάζουμε, δυστυχώς...
-Αυτό το κορίτσι δηλαδή δε ζει πια...Έχει πεθάνει;
-Όχι βέβαια! Αφού σου λέω εγώ είμαι, αλλά λίγο διαφορετική...
-Και πώς ξέρω ότι είσαι εσύ;
-Δε με πιστεύεις;
Η μικρή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
-Αν στο πει δηλαδή και κάποιος άλλος, θα το πιστέψεις; ρώτησε η γιαγιά.
Η μικρή κούνησε καταφατικά πάλι το κεφάλι του.
Η γιαγιά προσπάθησε μάταια να βρει κάποια από το παρελθόν της, που να μπορεί να γίνει μάρτυρας της παιδικής της ηλικίας.
Όλες όσες θα μπορούσαν να την θυμούνται, είχαν πεθάνει! Η μόνη που ζούσε ήταν η ίδια!
Τότε, σαν να τα 'χε χάσει, σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας.
Τα βήματά της την οδήγησαν στη φίλη της την καρδιακή ,αλλά όχι παιδική...-Καλώς την... Δε μου φαίνεσαι καλά. Τρέχει κάτι; ρώτησε με ενδιαφέρον η φίλη.
-Σήμερα συνειδητοποίησα κάτι πολύ δυσάρεστο...
Το κορίτσι που υπήρξα κάποτε, έχει πεθάνει! Δεν υπάρχει πουθενά...
Δεν υπάρχει κανείς για να πιστοποιήσει την ύπαρξή της.
Το μόνο που υπάρχει είναι κάποιες ξεφτισμένες φωτογραφίες, που θα μπορούσες άνετα,
να πεις ότι απεικονίζουν έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα γλυπτό, οτιδήποτε άλλο έκτος από εμένα.
Η φίλη την άκουγε άφωνη, προσπαθώντας να κατανοήσει ό,τι προλάβαινε από το χείμαρρο της.
-Κάτσε λίγο! Ποιο κορίτσι πέθανε;
-Άσε, άσε...τι να σου εξηγώ τώρα... και σηκώθηκε να φύγει πάλι.
-Πάω να κάνω κάτι, που έπρεπε να είχα κάνει εδώ και καιρό...
-Τι να κάνεις; ρώτησε τελείως "χαμένη" η φίλη.
-Τελικά, την εμπειρία του θανάτου τη βιώνουμε, αλλά δε το συνειδητοποιούμε!...
Κι έφυγε.
14
Ένα νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαϊνή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα
και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το
έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «Σας παρακαλώ κύριε σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού.
Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει.
Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε
να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»
15
Προχωράει ο μουσικός στην έρημο, πάνω σε μια καμήλα, και του επιτίθενται κάποιοι ληστές.
Ακολουθεί συμπλοκή, και ο ταξιδευτής καταλήγει αναίσθητος και χτυπημένος.
Μετά από ώρες συνέρχεται και κοιτάει γύρω του:
η καμήλα μισοπεθαμένη, τα υπάρχοντά του εξαφανισμένα, το σώμα του τραυματισμένο.
Και λέει:
Μου σκότωσαν το ζώο, μου πήραν τα λεφτά, μου μάτωσαν το πρόσωπο, μου έκλεψαν τα ρούχα.
Ύστερα γυρνάει και βλέπει παραπεταμένη τη λύρα του.
Με όση δύναμη του έχει μείνει, φτύνοντας λάσπες και αίματα, καταλήγει γελώντας:
Αλλά δεν κατάφεραν να μου κλέψουν τη μουσική.
16
Ήταν λοιπόν μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα και μια γυναίκα γυρνώντας σπίτι της από τη δουλειά βρήκε στον κήπο της ένα κουλουριασμένο φίδι.
Το φίδι προφανώς βρισκόταν σε χειμερία νάρκη.
Η άμυαλη γυναίκα το λυπήθηκε και το πήρε σπίτι της να το σώσει από το κρύο.
Το τύλιξε με μια κουβέρτα και το έβαλε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί.
Κάποια στιγμή το φίδι ξύπνησε κι άρχισε να κουνιέται.
Τότε η πανηλίθια το πήρε αγκαλιά κι άρχισε να το χαϊδεύει. Εκείνο όλο και ξεκουλουριαζόταν,
όλο και μεγάλωνε καθώς ζεσταινόταν, ώσπου ξετυλίχτηκε ολόκληρο και της πάτησε μια δαγκωνιά.
«Αχάριστο φίδι!» λέει τότε η γυναίκα. «Αυτό είναι το ευχαριστώ που σε πήρα σπίτι μου και σε ζωντάνεψα; Έτσι θα με ξεπληρώσεις;»
«Μη λες βλακείες, γλυκιά μου» απάντησε το φίδι. «Ήξερες ότι έβαζες φίδι στον κόρφο σου, μη μου ζητάς και τα ρέστα τώρα!»Γι'αυτό πολύ προσοχή ποιον βάζουμε στην αγκαλιά μας!!!
17
Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;»
Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει:«Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση.
Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο»
Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είναι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;»
Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς κύμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό!
Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»
18
Το Δέντρο Των Ευχών
Χαμένο ανάμεσα στα άλλα, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, υπήρχε κάποτε ένα δέντρο.
Ήταν υπεραιωνόβιο, με κορμό μεγάλο σαν σπίτι και κλαριά που θαρρούσες πως
άγγιζαν τα ουράνια. Το έλεγαν «Το Δέντρο Των Ευχών» και όχι τυχαία. Ήταν το
δώρο των θεών στους ανθρώπους. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πάει εκεί και να κάνει
οποιαδήποτε ευχή. Αν ζητούσε αυτό που ήθελε με όλη του τη δύναμη, το Δέντρο
ικανοποιούσε το αίτημά του.
Στον κορμό του Δέντρου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του, εκεί
που κάποιος έπρεπε να περάσει για να κάνει την ευχή του. Και πάνω από την πόρτα,
βρισκόταν χαραγμένη μια επιγραφή, που λίγοι πρόσεχαν. Οι άνθρωποι, βλέπετε, ήταν
γεμάτοι αγωνία να πραγματοποιηθεί η ευχή τους και τίποτε άλλο δεν τους ενδιέφερε.
Η επιγραφή έγραφε: «Πρόσεχε την ευχή σου».
Είπαμε πως το Δέντρο πραγματοποιούσε όλες τις ευχές, όποιες και αν ήταν αυτές.
Υπήρχαν άνθρωποι που εύχονταν για υγεία, άλλοι για προκοπή, κάποιοι για χρήμα,
μερικοί για σύντροφο, πολλοί για μια καλή δουλειά. Υπήρχαν κάποιοι που ζητούσαν
ευτυχία, όχι για τους εαυτούς τους, αλλά για κάποιον άλλον. Αυτοί ήταν και οι
λιγότεροι και, όσο περνούσε ο καιρός, σπάνιζαν. Υπήρχαν, τέλος, και αυτοί που
εύχονταν η συμφορά να χτυπήσει τον διπλανό τους. Όσο λιγόστευαν οι
προηγούμενοι, τόσο πλήθαιναν αυτοί.
Το Δέντρο είχε Δύναμη, μα δεν είχε Κρίση. Έτσι πραγματοποιούσε όλες τις ευχές,
και τις καλές και τις κακές. Δεν ήταν έτσι από λάθος των θεών, το αντίθετο
συνέβαινε. Έδωσαν οι θεοί ένα σπάνιο δώρο στους ανθρώπους μα και τους έστησαν
παγίδα ταυτόχρονα. Ήθελαν να δουν με ποιο τρόπο οι άνθρωποι θα το
χρησιμοποιούσαν. Ήθελαν να δουν αν, τελικά, το άξιζαν.
Την τελευταία μέρα που το Δέντρο υπήρξε, πολλοί άνθρωποι χτύπησαν την πόρτα
στον κορμό και πέρασαν στο εσωτερικό του, πολλοί άνθρωποι ευχήθηκαν. Μπήκε
μια μάνα, που ευχήθηκε για την υγεία του παιδιού της, ένας φτωχός οικογενειάρχης
που ζήτησε χρήματα, ένας πολιτικός που ευχήθηκε για υπουργικό θώκο, μια νεαρή
ηθοποιός που παρακάλεσε για δόξα, ένας ματαιόδοξος που ζήτησε φήμη, ένα μικρό
παιδί που ήθελε ένα ποδήλατο.
Και μια πικρή γυναίκα μπήκε, που ζήτησε δηλητήριο για να ποτίζει τους άλλους, και
μια άλλη, πράσινη από ζήλια, που ζήτησε δύναμη μαγική για να φέρνει την
καταστροφή, και ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι είναι η αγάπη, μα ήθελε να την
εξαφανίσει, και ένας τέταρτος που ευχήθηκε να λέει τα πιο αισχρά ψέματα και να
γίνεται πιστευτός, και ένας δολοφόνος που ζήτησε αφθονία θυμάτων, και ένας
κλέφτης που παρακάλεσε να εξαφανιστούν οι κλειδαριές και τα λουκέτα, και ένας
απόλυτα κακός που ευχήθηκε, μόνο, να παραμείνει έτσι.
Και το Δέντρο εισάκουσε τις ευχές όλων, δικαίων και αδίκων, γιατί έτσι ήταν
φτιαγμένο. Μα θύμωσαν οι θεοί, οργίστηκαν με τους ανθρώπους και αποφάσισαν
πως δεν μπορούσαν να διαχειριστούν αυτό το σπάνιο δώρο, πως δεν ήταν αντάξιοί
του. Και έστειλαν μια δέσμη κεραυνών και το έκαψαν. Και το Δέντρο των Ευχών
έπαψε να υπάρχει.
Μόνο που, την τελευταία στιγμή, μια μικρούλα, νεαρή θεά, εκείνη που είχε το πιο
όμορφο γέλιο από όλους, πρόλαβε να σώσει ένα μικρό, τρυφερό κλαράκι. Και όταν
σταμάτησαν οι κεραυνοί κατέβηκε στο δάσος. Βρήκε ένα ξέφωτο που το έλουζε ο
ήλιος και φύτεψε το κλαράκι της. Το πότισε με το γέλιο της και το κλαράκι έβγαλε
ρίζες. Έτσι, ένα καινούργιο Δέντρο των Ευχών έπιασε να μεγαλώνει μέσα στο δάσος.
Θα περάσουν πολλά-πολλά χρόνια, μέχρι το κλαράκι να γίνει δέντρο θεόρατο και να
μπορεί να πραγματοποιεί ευχές. Η θεά με το πιο όμορφο γέλιο απ' όλους, πίστευε πως
μέχρι τότε η ανθρωπότητα θα είχε μάθει το μάθημά της, πως οι άνθρωποι θα
συνειδητοποιούσαν πως οι ευχές πραγματοποιούνται με τη δύναμη της αγάπης και
της πίστης.
Της αγάπης για τους ανθρώπους και της πίστης σ' αυτούς.
19
"Κάθομαι σ' ένα ήσυχο δωμάτιο στο Μίλκροφτ Ιν, μια ήρεμη τοποθεσία κρυμμένη ανάμεσα στα πεύκα, περίπου μια ώρα έξω από το Τορόντο. Είναι μεσημέρι, στα τέλη του Ιούλη και ακούω τους απεγνωσμένους ήχους μιας πάλης ζωής και θανάτου λίγα μέτρα παρακάτω. Είναι μια μύγα που αναλίσκει την τελευταία σπίθα ενέργειας της μικρής της ζωής σε μια άσκοπη προσπάθεια να πετάξει μέσα από το τζάμι του παραθύρου. Τα φτερά που πεταρίζουν περιγράφουν τη στρατηγική της: «Προσπάθησε πιο πολύ». Όμως είναι μάταιο. Η τρελή προσπάθεια δεν έχει ελπίδες. Ειρωνικά, η πάλη είναι κομμάτι της παγίδας. Είναι αδύνατο για τη μύγα να προσπαθήσει αρκετά σκληρά ώστε να καταφέρει να σπάσει το τζάμι. Παρόλα αυτά, το μικρό έντομο διακινδυνεύει τη ζωή του για να φτάσει το στόχο του με επιμονή και αποφασιστικότητα. Η μύγα είναι καταδικασμένη. Θα πεθάνει στο τζάμι. Στην άλλη άκρη του δωματίου, μόνο δέκα βήματα μακριά, η πόρτα είναι ανοιχτή. Δέκα δευτερόλεπτα πετάγματος και η μύγα θα μπορούσε να βγει έξω. Με ελάχιστη προσπάθεια, που τώρα χαραμίζεται, θα μπορούσε να ελευθερωθεί από την παγίδα μέσα στην οποία μπήκε μόνη της. Η δυνατότητα είναι εκεί. Θα ήταν τόσο εύκολο! Γιατί η μύγα δεν δοκιμάζει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό; Πως της μπήκε η ιδέα ότι αυτός ο δρόμος και η αποφασιστικότητα της θα φέρουν την επιτυχία; Με ποια λογική συνεχίζει μέχρι θανάτου ν' αναζητά την έξοδο; Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι λογικό για τη μύγα. Δυστυχώς είναι μια λογική που θα τη σκοτώσει.
Δεν είναι αναγκαίο να προσπαθούμε σκληρότερα για να επιτύχουμε περισσότερα - δεν εξασφαλίζεται καν ότι έτσι θα πάρουμε αυτό που θέλουμε απ' τη ζωή. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος! "
Η λύση είσαι εσύ
20
Ένα μικρό κοριτσάκι βλέπει μια πολεμική ταινία στην τηλεόραση.
- Μπαμπά τι παθαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν;
- Τίποτα, απλά πεθαίνουν
- Μόνο στον πόλεμο πεθαίνουν;
- Όχι, όλοι πεθαίνουν
- Όλοι;
- Ναι, όταν έρθει η ώρα τους
- Εγώ δεν θέλω να πεθάνεις εσύ και η μαμά, λέει η μικρούλα κι αρχίζει να βουρκώνει
- Όλοι πεθαίνουν μικρή μου, δεν είναι τίποτα το φοβερό
- Εγώ δεν θέλω όμως! φωνάζει η μικρή και ξεσπάει σε κλάματα
Ο μπαμπάς της την αφήνει λίγο να ξεσπάσει και ύστερα της λέει:
- Ξέρεις πόσο τυχερή είσαι που κλαίς τώρα αγάπη μου;
- Τυχερή; Αφού στεναχωριέμαι
-Ναι τυχερή. Κλαίς για όταν θα πεθάνουμε, γιατί αυτό που έχουμε σου αρέσει και θα σου λείψει.
Σκέψου που εγώ έκλαιγα για κάθε στιγμή που οι γονείς μου έζησαν.
Ηθικό δίδαγμα
Ο θάνατος θα έρθει για όλους και όταν έρχεται όλων τα προβλήματα παύουν.
Όμως με ποιούς διάλεξε η μοίρα να ζήσεις μπορεί να είναι μια τραγωδία...
21
Μ'αρέσει η σκέψη πως την ημέρα που γεννιέται κανείς, του χαρίζουν τον κόσμο σαν δώρο γενεθλίων.
Ένα υπέροχο κουτί με εξαίσιες κορδέλες!
Μερικοί δεν κάνουν τον κόπο ούτε τις κορδέλες να λύσουν, όχι ν' ανοίξουν το κουτί.
Κι όσοι το ανοίγουν περιμένουν να βρουν μέσα μόνο το Θαύμα, την Ομορφιά, την Έκσταση.
Ξαφνιάζονται που υπάρχει στη Ζωή και ο Πόνος και η Απελπισία, η Μοναξιά και η Σύγχυση.
Κι όμως είναι όλα μέρος της Ζωής. Δεν ξέρω για σας όμως εγώ δεν θέλω να χάσω τη ζωή. Θέλω να μάθω το κάθε πραγματάκι που έχει μέσα το κουτί.
Αυτό το μικρό κουτί λέγεται Πόνος. Τι να κάνουμε, δικό μου είναι κι αυτό, θ ανοίξω λοιπόν τον Πόνο και θα γνωρίσω τον Πόνο.
Κι αυτό το μικρό πακετάκι λέγεται Μοναξιά. Ξέρετε τι συμβαίνει όταν ανοίγω το πακετάκι που λέγεται Μοναξιά;Γνωρίζω τη Μοναξιά. Κι όταν μου λες ''Νοιώθω μοναξιά'', μπορώ να καταλάβω λιγάκι τη Μοναξιά σου και μπορούμε να καθίσουμε μαζί και να κρατήσουμε ένας το μοναχικό χέρι του αλλού.
Θέλω να τα γνωρίσω όλα τα πράγματα μέσα στο κουτί. Γιατί ξέρω ότι έτσι θα γνωρίσω και την Έκσταση. Βρίσκεται εκεί και θα τη βρω.
Ξέρω ότι μπόρεσα να μετατρέψω τον Πόνο σε Χαρά. Κι εσύ μπορείς να το κανείς αυτό.
Μπόρεσα να πάρω την Αγωνία και να την κάνω Αλήθεια. Κι εσύ μπορείς να το κανείς αυτό.
Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορώ να το κάνω εγώ και να μη μπορείς να το κανείς εσύ. Δεν είμαι υπεράνθρωπος. Ότι μπορώ εγώ το μπορείς κι εσύ.
αι πολλά πράγματα μπορείς να τα κανείς καλύτερα. Αν δεν τα έχεις, δεν είναι γιατί δεν τα έχεις.
Είναι γιατί δεν προσπαθείς γι αυτά. Βρίσκονται εδώ και είναι δικά σου.
Έχουμε τη μαγική ικανότητα να μετατρέψουμε την Απελπισία σε Ελπίδα.
Μπορούμε να σκουπίσουμε τα Δάκρυα και να τα αντικαταστήσουμε με Χαμόγελα.
Leo Busckaglia
22
Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες.
Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: τους γονείς μας.
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, τη στοργή, τη φιλία και τη συντροφιά τους.
Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για μας.
Είναι τα αδέρφια μας, οι φίλοι μας κι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.
Μερικά από τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδι σαν ένα μικρό περίπατο
Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάζονται.
Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μία αιώνια λαχτάρα. Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά κι εμείς, δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί..
Μας εκπλήσσει, ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο, κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού.
Αυτονόητα απέχουμε, και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.
Δυστυχώς μερικές φορές δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι ήδη κατειλημμένη.. .
Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι: γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμού...αλλά χωρίς επιστροφή.
Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα από αυτούς.
Ας θυμόμαστε ότι σε κάθε τμήμα της διαδρομής ένας από τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόησή μας.
Ακόμη κι εμείς μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει που θα μας καταλάβει.
Το μεγάλο μυστήριο του ταξιδιού είναι ότι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά,
όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.
Πιστεύω ότι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα από το τρένο... Ναι, αυτό πιστεύω.
Ο χωρισμός από μερικούς φίλους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου.
Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό κι έχω την αίσθηση ότι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση..
Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη, ότι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πιο πολύτιμες.
Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο τέλος να δούμε ότι άξιζε τον κόπο.Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ' αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.
Σ' αυτούς, που είναι μέρος του δικού μου τρένου, εύχομαι...
Καλό Ταξίδι !
23
Θυμάσαι την μέρα που δανείστηκα το καινούριο σου αυτοκίνητο και το τρακάρισα;
Νόμισα πως θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα κι εσύ έλεγες ότι θα βρέξει, και έβρεξε;
Νόμισα πως θα μου έλεγες,"Στο 'χα πει". Μα δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που φλερτάρισα με όλους τους άντρες για να σε κάνω να ζηλέψεις, και συ ζήλεψες;
Νόμιζα πως θα με παρατούσες, μα δεν το έκανες.
Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία του αυτοκινήτου σου με κρεμά φράουλα;
Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως ο χορός ήταν επίσημος κι ήρθες με το μπλουτζίν;
Νόμιζα πως θα έφευγες, αλλά δεν το έκανες.
Ναι υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα έκανες.
Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες.
Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που ήθελα να σου ανταποδώσω όταν θα γύριζες από το Βιετνάμ.
Αλλά δεν γύρισες.
(Λέο Μπουσκάλια -Να ζεις, ν' αγαπάς και να μαθαίνεις)
24
Ένα ποντικάκι κάποτε παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο .
«Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο;» , αναρωτήθηκε.
Όταν , όμως , οι δυο αγρότες άνοιξαν το πακέτο δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε , διαπιστώνοντας πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα!
Τρέχει γρήγορα λοιπόν , στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο:
«Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!».
Η κότα κακάρισε , έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
«Κυρ ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για εσάς . Αλλά δεν βλέπω να έχει καμία επίπτωση σε εμένα! Δε με ενοχλεί καθόλου η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε:
«Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»
Το γουρούνι έδειξε συμπόνοια αλλά απάντησε:
«Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου , αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να προσευχηθώ . Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω».
Τότε το ποντικάκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:
» Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!» .
Και το βόδι απάντησε:
«Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, λυπάμαι πολύ για τον κίνδυνο που δια τρέχεις , αλλά εμένα το μόνο που μπορεί να μου κάνει η ποντικοπαγίδα είναι ένα τσιμπηματάκι!».
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης , έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα , ένας παράξενος θόρυβος , κάτι σαν αυτόν που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει , ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη.
Μέσα στη νύχτα , όμως, δεν πρόσεξε πως στην παγίδα είχε πιαστεί από την ουρά ένα φίδι...Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Η γυναίκα αρρώστησε βαριά και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Έμεινε λίγες ημέρες και επέστρεψε στο σπίτι , αλλά με υψηλό πυρετό. Ο γιατρός συμβούλεψε το σύζυγό της να κάνει ζεστές σουπίτσες. Έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα για να κάνει μια καλή κοτόσουπα!
Η γυναίκα , όμως, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες πήγαιναν στη φάρμα για να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας και της έδιναν και ένα δώρο. Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι!
Τελικά , όμως , η γυναίκα δεν τη γλίτωσε! Πέθανε!
Στην κηδεία της ήρθε πάρα πολύ κόσμος , γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Για να ταΐσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το βόδι!
Ο κυρ ποντικός μας , έβλεπε όλο αυτό το πήγαινε έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη...
Όσο κι αν είναι πλέον συνηθισμένο να σκεφτόμαστε όλο και περισσότερο τον εαυτό μας, αδιαφορώντας- προκλητικά πολλές φορές- για το διπλανό μας , ένα είναι σίγουρο:
Όταν κινδυνεύει κάποιος ή έχει ένα πρόβλημα (μικρό ή μεγάλο , δεν έχει σημασία),
βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο και κατ' επέκταση το πρόβλημα του πολύ σύντομα θα γίνει και δικό μας!
25
Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή ...
Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει, όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει.
Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση.
Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.
Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ' εκείνο το μέρος.
Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.
Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.
Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι' αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ' τις πέτρες:
Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες.
Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα.
Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ' εκείνο το μέρος.
Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:
Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες.
Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.
Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος.
Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες.
Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού.
Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια ...
Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.
Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε.
Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.
«Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ' αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ' αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:»
Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:
«Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω ...
»Οταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:
Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.
Στ' αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση.
»'Εστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:»
»Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού ... Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα;
»Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού;
»Και ο γάμος των φίλων;
»Και το ταξίδι που πάντα ήθελε;
»Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα;
»Πόσο κράτησε στ' αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων;
»Ώρες; Μέρες;
Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε ... Κάθε λεπτό.
»'Οταν κάποιοιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιο του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ.»
26
Ήταν ένας γεωργός που αγαπούσε πολύ τις ελιές του, αλλά πιο πολύ μια ελιά, μια μικρούλα ελιά που του θύμιζε την πρώτη του αγάπη κοντή και στρουμπουλή.
Της είχε φτιάξει ένα λευκό περιδέραιο με πέτρες, είχε μια παλιά πολυθρόνα από κάτω, καθότανε τα βράδια και κουβέντιαζε τις αναμνήσεις και τα όνειρά του.
Η ελιά για πρώτη χρονιά φορτώθηκε καρπό. Ομόρφυνε, λύγισε τα κλαδιά της.
Κάποια στιγμή τον Νοέμβρη, έρχεται ο γεωργός, βάζει από κάτω τα πανιά, παίρνει μια βέργα, ανεβαίνει πάνω..πάνε οι ελιές ..πάνε τα φύλλα..πάει η ομορφιά...
Εκείνη άρχισε να κλαίει...
-Μα πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη ;
-Μ' αγαπούσε έλεγε...και με χάλασε ;
Τότε ακούει μια μαργαρίτα από κάτω να της λέει ...
-Τον άνθρωπο μην τον παρεξηγείς.
Είναι ο μόνος ...είναι ο μόνος , που δεν ξέρει την αγάπη.
Κοίταξε έμενα, που μια ζωή με μαδάει για να μάθει...!
27
Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ' τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι. Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ' την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος.
Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ' τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα. Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθίσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δυο δρόμοι ανοίγονται για μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ' τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ' τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα -δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα.
Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ' τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και -ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη. Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουνε τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντανκό:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα 'χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησέ μας, με μια φωνή είπανε όλοι.
Και ξεκινήσαν. Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος -άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πυκνώναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντανκό και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω -κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ' της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντανκό περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος -«ένας αυτός, και ζει για χίλιους». Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντανκό.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!
-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σαν ζώα.
Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ' αυτά η λάμψη του θανάτου.
«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν.
Και σαν κοπάδι λύκων -που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ -αν δεν καείς εσύ- πως θα γεννούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ' τη Βροντή πιο δυνατά.
Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ' τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.
Αναλαμπάδιασε η Καρδιά -σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι -κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντανκό και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων.
Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας -την Καρδιά του. Και ο Ντανκό πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ' την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο -σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.
Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς που 'πεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και -φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντανκό, χάθηκε για πάντα.
28
Κάποτε ήταν ένα αγοράκι που ήθελε να γνωρίσει τον Θεό...
Ήξερε ότι το ταξίδι ως το μέρος που ζούσε ο Θεός θα ήταν μακρινό κι έτσι έβαλε στην βαλίτσα του μερικά σοκολατάκια και αναψυκτικά και ξεκίνησε το δρόμο του.
Αφού είχε περπατήσει λίγο , συνάντησε ένα ηλικιωμένο κύριο.
Ο άντρας καθόταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και τάιζε περιστέρια.
Ο μικρός έκατσε δίπλα του και άνοιξε τη βαλίτσα του για να πιει ένα αναψυκτικό.
Ακριβώς τότε παρατήρησε ότι ο ηλικιωμένος έμοιαζε πεινασμένος κι έτσι του προσέφερε ένα σοκολατάκι.
Ο ηλικιωμένος δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και χαμογέλασε στο μικρό.
Το χαμόγελο του ήταν τόσο όμορφο , που το αγόρι , θέλοντας να το ξαναδεί , του προσέφερε και ένα αναψυκτικό.
Ο γέροντας χαμογέλασε ξανά στον μικρό .
Το παιδί ήταν τρισευτυχισμένο!
Πέρασαν μαζί όλο το απόγευμα , τρώγοντας και χαμογελώντας , μα χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία λέξη...
Όταν άρχισε να νυχτώνει , το αγόρι κατάλαβε πως έπρεπε να ξεκινήσει το δρόμο για το σπίτι του .
Σηκώθηκε κι αφού έκανε μόλις λίγα βήματα , γύρισε πίσω , έτρεξε προς το μέρος του ηλικιωμένου και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Κι ο γέροντας του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελό του!
Όταν το παιδί έφτασε σπίτι του, η μητέρα του παρατήρησε το βλέμμα χαράς στο πρόσωπό του.
Το ρώτησε: » Τι έκανες σήμερα και είσαι τόσο χαρούμενος;»
Ο μικρός είπε: » Έφαγα σοκολατάκια στο πάρκο με το Θεό !»
Και πριν η μαμά προλάβει να απαντήσει ο μικρός πρόσθεσε:
«Και ξέρεις κάτι; Ο Θεός έχει το πιο όμορφο χαμόγελο που έχω δει !»
Εν τω μεταξύ , ο ηλικιωμένος ακτινοβολώντας και ο ίδιος από χαρά , επέστρεψε στο σπίτι του.
Ο γιος του , παρατηρώντας το βλέμμα ευτυχίας και αγαλλίασης στο πρόσωπό του τον ρώτησε:
«Πατέρα , τι έκανες σήμερα και είσαι τόσο χαρούμενος;»
Κι ο γέροντας είπε:
«Έφαγα σοκολατάκια στο πάρκο με τον Θεό!»
Και πριν ο γιος του προλάβει να απαντήσει , ο γέροντας πρόσθεσε:
«Και ξέρεις κάτι ; Είναι πολύ νεότερος απ΄όσο πίστευα!»
Πολύ συχνά υποτιμάμε τη δύναμη ενός αγγίγματος , ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, ένα αυτί έτοιμο να μας ακούσει, ένα ειλικρινές κοπλιμέντο, ή την πιο μικρή πράξη ενδιαφέροντος όλα εκ των οποίων μπορούν να αλλάξουν ριζικά τη ζωή μας .
Οι άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή μας για κάποιο λόγο , για λίγο ή για μια ζωή.
Ας τους δεχτούμε με τον ίδιο ενθουσιασμό!
29
Ένα κοριτσάκι, πήρε τον κουμπαρά του κι άδειασε το περιεχόμενο. Μέτρησε τρεις φορές τα κέρματα, του για να μην κάνει κανένα λάθος. Ήταν ένα δολάριο και 11 σέντς. Πήρε τα κέρματα και πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς.
Ο φαρμακοποιός, εκείνη την στιγμή, μιλούσε με ένα καλοντυμένο κύριο και δεν πρόσεξε την μικρή. Το κοριτσάκι έκανε κάποιο θόρυβο με τα πόδια του, αλλά τίποτε. Τότε πήρε ένα από τα κέρματα της και το χτύπησε πάνω στο γραφείο του.
- «Τι θέλεις;» την ρωτά κάπως εκνευρισμένος εκείνος.
«Δεν βλέπεις, ότι μιλώ με τον αδελφό μου, που έχω χρόνια να τον δω».
Τότε η μικρή του είπε:
- «Θέλω να σου μιλήσω για τον αδελφό μου, που είναι πολύ άρρωστος, και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα!«
- «Συγγνώμη», της απάντησε αυτός,» αλλά δεν πουλάμε θαύματα».
- «Ξέρετε, είπε το κοριτσάκι, ο αδελφός μου έχει κάτι στο κεφάλι του, που μεγαλώνει, κι ο μπαμπάς μου λέει, ότι μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει. Λοιπόν, ποσό κάνει ένα θαύμα για να το αγοράσω. Έχω χρήματα...» .
Ο αδελφός του φαρμακοποιού, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την συζήτηση, ρώτησε την μικρή τι είδους θαύμα χρειαζόταν ο αδελφός της.
- «Δεν ξέρω», του απάντησε με μάτια βουρκωμένα.
«Εκείνο που ξέρω είναι, ότι χρειάζεται εγχείρηση και ο μπαμπάς δεν έχει τα χρήματα. Γι' αυτό, θέλω να πληρώσω εγώ, με τα δικά μου χρήματα».
Στην ερώτηση του καλοντυμένου κυρίου, πόσα λεπτά έχει.
Η μικρή του απάντησε: «Ένα δολάριο και 11 σέντς, κι αν χρειασθούν και άλλα θα τα βρω».
-» Τι σύμπτωση», χαμογέλασε ο καλοντυμένος κύριος.
«Είναι το ακριβές αντίτιμο για ένα θαύμα, για ένα μικρό αδελφό. Ένα δολάριο και 11 σεντς!«
Πήρε τα λεπτά, έπιασε την μικρή απ' το χεράκι, και της είπε: «Πάμε μαζί στο σπίτι σου για να δω τον αδελφό σου και τους γονείς σου και να κάνουμε το θαύμα».
Ο καλοντυμένος κύριος ήταν ο Κάρτον Άρσμποργκ, ο γνωστός νευροχειρουργός.
Η εγχείρηση έγινε με επιτυχία και ο μικρός αδελφός επέστρεψε στο σπίτι του υγιής.
- «Η εγχείρηση ήταν ένα αληθινό θαύμα», ψιθύρισε η μαμά.
«Απορώ πόσο θα κόστισε».
Η μικρούλα χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο κοστίζει ένα θαύμα: «ένα δολάριο και 11 σέντς, συν την πίστη ενός μικρού παιδιού...».
30
14 Σεπτεμβρίου 1993
Τρίτη τάξη του Δημοτικού. Είχα ήδη «ψηθεί» στις δυσκολίες των πρώτων παιδικών μου χρόνων, αλλά δεν ήξερα ότι το πράγμα θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Και όλα αυτά, με μια ερώτηση. Όταν τα υπόλοιπα αγόρια της τάξης με ρώτησαν ποιο κορίτσι από τη τάξη μ' αρέσει ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω. Σε μια συζήτηση που έμοιαζε με ιδιαίτερη μυσταγωγία, σα να ήταν η ώρα να χωρίσουμε τα θηράματα στη τάξη για να γλιτώσουμε τις παρεξηγήσεις μέχρι να τελειώσει το δημοτικό. «Ειρήνη», είπα! Χωρίς ενδοιασμό. Δε το σκέφτηκα καν. Και μάλιστα ήμουν έτοιμος να δώσω και την μάχη μου για όποιον τολμούσε να μου πάρει το «θήραμα». Θυμάμαι τη πρώτη μέρα που τη γνώρισα, σε ένα διάλειμμα. Όχι, δε θυμάμαι πως πιάσαμε τη κουβέντα. Θυμάμαι όμως που χάζευα το βαθύ καστανό των μαλλιών της και προσπαθούσα να εξηγήσω το χρώμα των ματιών της. Και μια μέρα που της έδωσα νερό από το παγούρι μου, για να με ευχαριστήσει, σηκώθηκε τις μύτες των ποδιών της, σα ρελεβέ μιας μπαλαρίνας, και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Και από τότε, γίναμε φίλοι. Αχώριστοι. Κολλητοί. Δεν μου έφτανε όμως αυτό. Αλλά δεν μπορώ να της το πω ότι η φιλία μας δε μου έφτανε.. Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, γιατί την αγαπούσα.. Και τι δε θα 'δινα, να ήταν δικιά μου...
17 Οκτώβρη 1996
Αν το δημοτικό νόμιζα ότι ήταν δύσκολο, τότε το γυμνάσιο ήταν σα πύρινος παράδεισος. Στην ίδια τάξη, 2 θρανία μακριά μου, καθόταν η Ειρήνη. Το θήραμά μου, όπως το είχαν βαφτίσει τα υπόλοιπα παιδιά στο δημοτικό. Μακριά καστανά μαλλιά σαν από μετάξι, λες και είχαν βγει από κάποιο μαγικό παραμύθι της Ανατολής και βαθειά πράσινα μάτια, που λαμπύριζαν στην αντανάκλαση του ήλιου. Συχνά πυκνά γυρνούσε και με κοίταζε πάνω από τον ώμο της και χαμογελούσε. Έτσι, για να σπάει η μονοτονία μας στα βαρετά μαθήματα του γυμνασίου. Η Ειρήνη, ήταν η παρέα μου σε όλα. Ήταν η παρέα μου στα διαλείμματα, αυτή που με παρηγορούσε πάντα όταν δε τα πήγαινα καλά στα διαγωνίσματα και φυσικά ήταν πάντα εκεί να με βοηθήσει στο διάβασμά μου. Πάντα με συμβούλευε για τα άλλα κορίτσια και πάντα ήταν εκεί για να με υπερασπιστεί. Και αυτό που με πονούσε περισσότερο είναι ότι πάντα, μα πάντα με σύστηνε στις φίλες τις ως τον καλύτερό της φίλο. Πόσα βράδια έπεσα για ύπνο και σκεφτόμουν τρόπους για να της πω, πως δεν θέλω να είμαι απλά ο καλύτερός της φίλος. Ότι δε μου είναι αρκετός αυτός ο τίτλος.. Θέλω να της πω ότι την αγαπώ, αλλά ντρέπομαι.. Την ήθελα δικιά μου..
2 Αυγούστου 1998
Εκείνο το βράδυ γυρνούσα με το ποδήλατο από τη δουλειά του καλοκαιριού που είχα για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου και καθώς περνούσα από το σπίτι της μπροστά, κάτι που δε κρύβω ότι το έκανα πάντα και όχι τυχαία, την είδα στην είσοδο του σπιτιού της να κλαίει. Αμέσως πέταξα το ποδήλατο κάτω και έτρεξα να δω τι είχε. Μόλις με είδε πετάχτηκε και έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά. Κάτσαμε εκεί στα σκαλοπάτια της εισόδου για να μου πει πως μόλις είχε χωρίσει. Όλο το βράδυ σχεδόν σ' εκείνα τα σκαλοπάτια, άκουγα πόσο πολύ την είχε κουράσει αυτός ο έρωτας. Της είπα τότε, ότι διάβασα κάπου, πως αν αγαπήσει και δε βρει ανταπόκριση, να σωπάσει. Οι μεγάλες καρδιές, αγαπούν σιωπηλά. Αποκοιμήθηκε για λίγο στην αγκαλιά μου εκείνο το βράδυ και την άκουσα να ψιθυρίζει «είσαι ο καλύτερος μου φίλος». Το κλάμα της εκείνο το βράδυ, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Με πίκραινε απίστευτα να την πληγώνουν. Την Ειρήνη μου. Το κορίτσι που αγαπούσα, αλλά δεν είχα τη δύναμη να της το πω. Γιατί ξέρω ότι δε με έβλεπε έτσι.. το ξέρω.. ότι γι αυτήν είμαι απλά ένας φίλος... Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, γιατί την αγαπούσα.. Και τι δε θα 'δινα, να ήταν δικιά μου...
16 Ιουνίου 2003
Και κάπου εδώ, τελειώνει το σχολείο. Τελευταία χοροεσπερίδα του σχολείου και όλη η Τρίτη λυκείου, θα είναι εκεί. Ντύθηκα, έβαλα τα καλά μου και κίνησα για το μέρος που θα γινόταν το πιο αξέχαστο πάρτι για όλα τα παιδιά. Περνώντας από το σπίτι της, την είδα εκείνη την ώρα να μπαίνει μέσα πρόχειρα ντυμένη. Την ρώτησα γιατί δεν είναι ακόμα έτοιμη και μου είπε ότι η κολλητή της αρρώστησε και τελικά δε θα πάει μιας και το έβρισκε βαρετό να πάει εκεί μόνη της. Όσο κι αν με πόναγε, της υπενθύμισα ότι είμαι ο καλύτερος της φίλος και πως ήταν υποχρεωμένη να πάει μαζί μου στο πάρτι του σχολείου. Την είδα να συγκινείται! Χαμογέλασε αμήχανα, αλλά το πρόσωπό της άστραφτε. Το έβλεπα! Όταν κατέβηκε για να φύγουμε, καθόμουν αδρανής και την χάζευα όπως κατέβαινε τις σκάλες. Νόμιζα ότι είχα πάει σε έναν άλλο πλανήτη, που το άσχημο είναι μόνο στα παραμύθια και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν με το όμορφο. «Πως σου φαίνομαι;» με ρώτησε και κουνούσα απλώς το κεφάλι μου, ψάχνοντας να βρω μια λέξη για να περιγράψω αυτό που έβλεπα. Δε μίλησα. Την άρπαξα από το χέρι και τρέξαμε για το πάρτι. Το καταδιασκεδάσαμε. Την έβλεπα να χορεύει με απίστευτη ενέργεια και μου ήταν αρκετό να τη βλέπω να περνάει καλά. Όταν τελείωσε το πάρτι, την άφησα έξω από το σπίτι της και τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής τα έσπασε η φράση της.. «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Σ' ευχαριστώ». Ανέβηκε τις σκάλες, και μπήκε στο σπίτι της... Γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι μου, σκεφτόμουν ότι ίσως να παραήμουν αδύναμος για να της πω ότι την αγαπώ. Να της πω ότι ο καλύτερος της φίλος, δεν θέλει να είναι απλά ο φίλος της. Την αγαπώ, αλλά διστάζω να της το πω... Αλλά ας μη γελιέμαι.. Δε θα με δει ποτέ διαφορετικά.. Μόνο σαν τον καλύτερο της φίλο.. Και τι δε θα 'δινα, να ήταν δικιά μου... Δικιά μου...
12 Ιουλίου 2010
Η Ειρήνη έλαμπε! Μέσα σε ένα αστραφτερό νυφικό, ήταν η οπτασία της βραδιάς. Κι εγώ... από κάτω, καθισμένος με ένα μπερδεμένο χαμόγελο να βλέπω το κορίτσι που αγαπούσα όσο τίποτα, να παντρεύεται τον έρωτα από τα φοιτητικά της χρόνια. Πόσο θα ήθελαν να είμαι αυτός ο τύπος, το ήξερα μόνον εγώ. Έτσι απλά, η καλύτερη στιγμή της ζωής μου, όπως την ονειρευόμουν, γινόταν πραγματικότητα. Μόνο που δεν ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής. Ήταν ένας άλλος. Ένας άλλος πιο τυχερός από 'μενα. Ή μάλλον κάποιος που η Ειρήνη μου, δε τον έβλεπε σα τον καλύτερό της φίλο. Ο παιδικός μου έρωτας ξεκίναγε μια ζωή που ονειρευόταν και το έκανε με κάποιον άλλο. Όταν τελείωσε και η δεξίωση, με πλησίασε με βουρκωμένα μάτια και μου είπε πόσο χάρηκε που ήρθα. Συγκινημένη με αγκάλιασε και μου είπε πως ήθελε πολύ ο καλύτερός της φίλος να ήταν στο γάμο της και χαιρόταν πολύ που πήγα. Καθώς γυρνούσα σπίτι μου, παραμιλούσα για να μην ξεσπάσω σε κλάματα. Δε ένιωθα μου έκλεψαν το όνειρο. Εγώ άφησα τη πρωταγωνίστρια να μου φύγει... Αλλά ας μη γελιέμαι.. Η Ειρήνη ποτέ δε με είδε έτσι.. Έτσι όπως την έβλεπα εγώ.. Που ήθελα να ήταν δικιά μου.. Και τι δε θα έδινα για να ήταν δικιά μου...
10 Μαΐου 2012
Η τελετή ήταν σεμνή. Όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση εξάλλου. Δυο χρόνια μετά το γάμο της, στεκόμουν πάνω από το φέρετρο που στα κατάλευκα ντυμένη, ήταν ξαπλωμένη η Ειρήνη μου. Ο άγγελός μου έφυγε. Πάει σε έναν κόσμο, καλύτερο απ' αυτόν που άφησε. Μεγάλο κενό. Για 'μενα τουλάχιστον που την αγάπησα όσο τίποτα, αλλά ποτέ δε βρήκα το κουράγιο να της το πω. Γιατί δίσταζα. Στη κηδεία της, η αδερφή της διάβασε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο που διατηρούσε στα παιδικά της χρόνια. Το απόσπασμα, έγραφε:
«Τον βλέπω να είναι στη ζωή μου και την κάνει απλά πιο όμορφη. Με ένα δικό του, μοναδικό τρόπο. Αρκεί να στέκεται δίπλα μου. Είναι ο καλύτερός μου φίλος... αλλά δε μου είναι αρκετό. Δε μου φτάνει αυτός ο τίτλος. Θέλω να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά ξέρω ότι δε με βλέπει έτσι. Και δε θα με δει ποτέ έτσι... Μου είπε κάποτε, πως «αν αγαπάς και δε βρίσκεις ανταπόκριση, σώπασε. Οι μεγάλες καρδιές, αγαπούν σιωπηλά.» Πώς να του πω όμως πως η σιωπή στη καρδιά μου όταν λέει το όνομά του, είναι εκκωφαντική. Μακάρι να μπορούσα να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά .. δε ξέρω... διστάζω... Και τι δε θα 'δινα για να ήταν δικός μου! Και τι δε θα 'δινα...»
31
Μια μέρα ένας άνθρωπος ενώ περπατούσε στην ερημιά, συνάντησε μια επιθετική τίγρη. Έτρεξε αλλά σύντομα έφτασε στην άκρη ενός ψηλού γκρεμού. Απελπισμένος θέλοντας να σώσει τον εαυτό του, έπιασε ένα αμπέλι και άρχισε να κατεβαίνει, αιωρούμενος πάνω από τον γκρεμό. Όπως ήταν κρεμασμένος εκεί, δυο ποντίκια εμφανίστηκαν από μια τρύπα του βράχου και άρχισαν να μασάνε το αμπέλι. Ξαφνικά, ο άνθρωπος παρατήρησε πάνω στο αμπέλι μια παχουλή άγρια φράουλα. Την άρπαξε και την έβαλε στο στόμα του, ήταν απίστευτα νόστιμη!
32
Ο Αχμέτ Χαμάμετ, ο μοναχικός βεδουίνος, είχε μια καμήλα που τον συνόδευε ακούραστη σε όλα του τα ταξίδια.
- Ω καμήλα θαυμαστή, ω καμήλα διαλεχτή! της έλεγε κάθε τόσο.
Δεν υπάρχει σαν κι εσένα καμήλα άλλη καμιά! Είσαι η παρηγοριά, η ελπίδα και η παρέα μου. Πολυτιμότερη είσαι απ' τις δροσερές οάσεις και οι αρετές σου είναι περισσότερες από τους αναρίθμητους κόκκους τής άμμου όλων των ερήμων της οικουμένης.
- Τα παραλές! του απάντησε μια μέρα η καμήλα.
- Ποιος; Εγώ; Γιατί με πικραίνεις με τ' άστοχα λόγια σου, ω καμήλα; Καθόλου δεν τα παραλέω. Τόσα πολλά είναι αυτά που σου χρωστάω, που ακόμα κι αν ζούσα χίλιες χιλιάδες αιώνες και πάλι δεν θα προλάβαινα να σου τα ξεπληρώσω.
- Αν είσαι έτσι όπως τα λες, αν με εκτιμάς, αν με αγαπάς, αν με υπολήπτεσαι τόσο πολύ, τότε αντί να τα φορτώνεις όλα στην καμπούρα μου, θα μου έκανες και συ μια μικρή χάρη.
- Τι χάρη επιθυμείς να σου κάνω;
- Να με πας στην Ευρώπη να κάνω αισθητική εγχείρηση.
- Δεν καταλαβαίνω. Τι ακριβώς εννοείς; Για εξηγήσου, ω αινιγματική καμήλα!
- Να, είπε με φωνή γεμάτη παράπονο η καμήλα. Νομίζεις ότι μου αρέσει να κουβαλάω στη ράχη μου ολόκληρη καμπούρα; Νομίζεις ότι δεν θέλω κι εγώ να είμαι κομψή κι ανάλαφρη σαν ελαφίνα;
- Επιθυμείς δηλαδή, ω καμήλα, να απαλλαγείς από την καμπούρα σου;
- Ακριβώς. Άλλωστε κι εσένα σε συμφέρει, ω βεδουίνε! Θα είσαι ο μόνος βεδουίνος στην έρημο που θα διαθέτει κομψή, ντελικάτη και ντιστεγκέ καμήλα. Λίγο το 'χεις;
- H επιθυμία σου θα εκπληρωθεί! αποφάσισε ο μοναχικός βεδουίνος.
Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες, χρεώθηκε, έβαλε ενέχυρο την τέντα του και την καλή του κελεμπία, αγόρασε εισιτήριο και πήγε την καμήλα στο Λονδίνο, στον καλύτερο αισθητικό χειρουργό.
Εκεί, στην αίθουσα αναμονής περιμένανε κι άλλοι πελάτες.
Περίμεναν άχαρα λελέκια που θέλανε να τους κοντύνει τα πόδια και σκαντζόχοιροι που θέλανε να τους ξυρίσει τα αγκάθια τους.
Περιμένανε χελώνες που θέλανε να τους ισιώσει τις ρυτίδες και κατσίκες που θέλανε να τους κάνει ριζική αποτρίχωση.
Περιμένανε σαρδέλες που θέλανε να τις επιχρυσώσει, για να γίνουνε χρυσόψαρα, και ρινόκεροι που θέλανε να αποκτήσουνε βελούδινη επιδερμίδα.
Περιμένανε φάλαινες που θέλανε να αδυνατίσουνε, ώσπου να γίνουνε μαρίδες και κοράκια που θέλανε να τους κάνει μεταμόσχευση φτερών παγονιού.
Όταν έφτασε η σειρά της, μπήκε και η καμήλα στο γραφείο του γιατρού. Μαζί της και ο μοναχικός βεδουίνος.
Ο κτηνοαισθητικός πήρε προσεχτικά το ιστορικό της καμήλας, ακροάστηκε την καμπούρα της και την κοίταξε καλά καλά.
- Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να σου την κόψω; ρώτησε.
- Σιγουρότατη! απάντησε κοφτά η καμήλα.
- Εσείς τι λέτε, αγαπητέ βεδουίνε;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Να κόψω καλύτερα μόνο τη μισή; πρότεινε ο γιατρός.
- Ποια μισή; Όλη! επέμεινε η καμήλα.
- Εσείς τι λέτε, σεβαστέ βεδουίνε; Έχετε σκεφτεί τις συνέπειες;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Μήπως θέλετε να το αναβάλουμε για να το ξανασκεφτείτε;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Το γοργόν και χάριν έχει! είπε η καμήλα.
- Να την κόψω λοιπόν όλη; Αυτό επιθυμείτε;
- Αυτό! Κόψ' τη τη ρημάδα να ησυχάσουμε! αποφάσισε ο βεδουίνος, που δεν του αρέσανε τα ημίμετρα.
Έτσι κι έγινε. H καμήλα μπήκε στην κλινική και όταν σε μερικές μέρες βγήκε, ήταν κομψή και πεταχτή σαν ελαφίνα.
Όταν με το καλό επιστρέψανε στην πατρίδα τους κάνανε αίσθηση. Οι άλλοι, βεδουίνοι μείνανε μ' ανοιχτό το στόμα, μόλις αντικρίσανε τη βελτιωμένη καμήλα. Δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Ο Αχμέτ ανέβηκε πολύ στην υπόληψή τους. Όσο για τις υπόλοιπες καμήλες, τρελαθήκανε από τη ζήλεια τους.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ περιέφερε την καμήλα του από 'δω και από 'κει και πολύ καμάρωνε.
- Είδατε τι κομψή καμήλα έχω εγώ; έλεγε και γελούσανε και τα μουστάκια του.
Σε μερικές μέρες ο Αχμέτ Χαμάμετ και η κομψή καμήλα ξεκινήσανε για ένα μεγάλο ταξίδι στην απέραντη έρημο.
Ένα μεσημέρι όμως τους ζάλισε ο πυρωμένος ήλιος, χάσανε τον προσανατολισμό τους και δεν άργησαν να χαθούν.
Μερόνυχτα γυρίζανε άσκοπα, χωρίς να μπορούνε να βρούνε ούτε όαση ούτε τροφή ούτε κάποιο δροσερό πηγάδι.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ άρχισε να βλέπει οφθαλμαπάτες. Έβλεπε κοράκια με φτερά παγωνιού να σερβίρουνε παγωμένες γρανίτες.
Έβλεπε λελέκια να κάνουνε βουτιές σε δροσερές πισίνες.
Έβλεπε ρινόκερους με βελούδινη επιδερμίδα να ανταλλάσσουν γυάλες με επιχρυσωμένες σαρδέλες.
Έβλεπε κατσίκες να χορεύουνε τσικ του τσικ γύρω από κρυστάλλινα σιντριβάνια.
Έβλεπε χελώνες χωρίς ρυτίδες να κάνουνε θαλάσσιο σκι σε αφρόλουστες παραλίες.
H καμήλα που δεν είχε αποθέματα λίπους για να συντηρηθεί σε τούτες τις δύσκολες στιγμές αδυνάτισε, έγινε πετσί και κόκαλο και δεν άργησε να αφήσει την τελευταία της ανάσα.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ πλανιόταν ολομόναχος στην αφιλόξενη φλογισμένη έρημο που έμοιαζε να μην έχει αρχή και τέλος. Οι αμμόλοφοι χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, ίδιοι με κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας που είχε πετρώσει εδώ και πολλούς αιώνες.
Τα μάτια του έτσουζαν, το λαρύγγι του ήταν στεγνό, τον θάμπωνε, τον έκαιγε, τον τυραννούσε, τον πυρπολούσε ο πυρωμένος ήλιος.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, τον τύλιξε σε λίγο στη μανιασμένη δίνη της μια φοβερή ανεμοθύελλα.
Πάσχισε να προχωρήσει. Άδικος ο κόπος. Δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του.
Ενώ χιλιάδες μαστίγια βίτσιζαν το πρόσωπό του, παραπάτησε, γονάτισε, σωριάστηκε στην άμμο εξουθενωμένος...
- Τι την ήθελα την κομψή καμήλα; πρόλαβε να ψιθυρίσει προτού τον σκεπάσει για πάντα η θαμπή, η καυτή, η ανελέητη άμμος της ερήμου.
33
Μια φορά και ένα καιρό ένα παιδί ήταν έτοιμο να γεννηθεί. Την προηγούμενη ημέρα ρώτησε το Θεό: «Μου λένε ότι θα με στείλεις αύριο στη γη. Φοβάμαι. Πώς θα μπορέσω να ζήσω εκεί; Είμαι μικρός και αβοήθητος». Και ο Θεός του απάντησε: «Μην ανησυχείς. Έχω φροντίσει για σένα. Μεταξύ πολλών Αγγέλων διάλεξα έναν και για σένα. Θα σε περιμένει στη γη και θα σε φροντίζει». Το παιδί επέμενε.
«Ναι, αλλά εδώ στον παράδεισο δεν κάνω τίποτα άλλο από το να τραγουδάω και να γελάω κάθε μέρα! Μόνο αυτά χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένος! Θα νοιώθω τόση ευτυχία στη γη;»
Τότε ο Θεός του είπε:
«Ο Άγγελος που έχω διαλέξει για σένα, ο Άγγελός σου, θα σου τραγουδάει όλη την ημέρα. Θα αισθάνεσαι την αγάπη του κι έτσι θα είσαι ευτυχισμένος».
Και το παιδί ρώτησε:
«Και πώς θα καταλαβαίνω τους ανθρώπους, όταν θα μιλούν, αφού δεν ξέρω τη γλώσσα τους;»
«Αυτό είναι εύκολο», του είπε ο Θεός. «Ο Άγγελός σου θα σου λέει τα πιο όμορφα και γλυκά λόγια, που έχεις ακούσει ποτέ και με πολλή υπομονή και φροντίδα θα σε μάθει να μιλάς»!
Και ύστερα το παιδί κοιτώντας το Θεό ρώτησε: «Και τι θα κάνω, όταν θα θέλω να μιλήσω σε σένα;»
Ο Θεός χαμογέλασε στο παιδί και του είπε: «Ο Άγγελός σου θα σε μάθει πώς να προσεύχεσαι»!
Και το παιδί είπε: «Έχω ακούσει ότι στη γη υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι, που είναι κακοί. Ποιος θα με προστατεύσει από τους κακούς;»
Ο Θεός αγκάλιασε το παιδί και του είπε:
«Ο Άγγελός σου θα σε υπερασπιστεί ακόμα και αν χρειαστεί να βάλει σε κίνδυνο την ζωή του».
Λυπημένο το παιδί τον ρώτησε: «Ναι, αλλά πάντα θα είμαι λυπημένος, γιατί δε θα σε βλέπω πια».
- «Ο Άγγελός σου θα σου μιλάει συνέχεια για μένα και θα σε διδάξει τον τρόπο που θα μπορέσεις να γυρίσεις πάλι σε μένα. Έτσι και αλλιώς δε θα σου λείψω ποτέ, αφού θα είμαι πάντα δίπλα σου».
Τη συγκεκριμένη στιγμή επικρατούσε απόλυτη γαλήνη στον παράδεισο και οι μακρινές φωνές από τη γη είχαν ήδη ακουστεί.
Το παιδί βιαστικά ρώτησε: «Θεέ μου αν πρέπει να φύγω τώρα πες μου το όνομα του Αγγέλου μου!»
Και ο Θεός απάντησε: «Τον Άγγελό σου θα τον αναγνωρίσεις εύκολα. Άλλωστε θα είναι ο πρώτος που θα αντικρίσεις, φτάνοντας στη γη. Το όνομα του Αγγέλου σου δεν είναι τόσο σημαντικό... θα την φωνάζεις απλά «μαμά»!
34
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ' εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά ... αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ' άκρη σ' άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ' άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους ...
Ένα απ' αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν' αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.
Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του ...
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του ...
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει ...
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος ... βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ' άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ' το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα ...
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : 'Το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα», απαντούσε το Περιβόλι.
«Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα».
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν.
Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα...
Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει...Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει...
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό...Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό...
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;» , το ρωτούσαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε.
«Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω».
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο...
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι' αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν...
35
Τα παιδιά ήταν μόνα...
Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.
Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο , η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Άλλωστε , τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα , και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει , γιατί , όπως και να 'χει , ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πως να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού , ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα -το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται , η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια .
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ' την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Όπως και να 'χει , ακόμα κι αν το είχε καταφέρει , οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του. Έτσι , έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.
Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από 'κεί μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι , αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και -ακόμα και αν τα κατάφερνε - , θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.
Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς , το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν , τους έδωσε την απάντηση:
«Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος...Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.»
36
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, ρώτησε τον κ. Κ η κορούλα της οικονόμου του, θα φέρονταν τότε πιο καλά στα μικρά ψαράκια; Σίγουρα, αποκρίθηκε εκείνος.
«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έχτιζαν για τα μικρά ψαράκια στη θάλασσα τεράστια κλουβιά και θα έβαζαν μέσα διάφορες τροφές, φυτά καθώς και ζωντανά. Θα φρόντιζαν τα κλουβιά να 'χουν πάντα καθαρό νερό και γενικά θα τα εφοδίαζαν με διάφορες εγκαταστάσεις υγιεινής. Όταν λόγου χάρη ένα ψαράκι τραυμάτιζε την ουρά του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο μην τυχόν και ψοφήσει πριν την ώρα του.
Έπειτα, για να μην μελαγχολούν τα ψαράκια, θα οργάνωναν κατά διαστήματα στη θάλασσα μεγάλες γιορτές, γιατί τα κεφάτα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα θλιμμένα. Τούτα τα μεγάλα κλουβιά θα είχαν βέβαια και τα σχολειά τους. Εκεί τα ψαράκια θα μάθαιναν να κολυμπάνε στο στόμα του καρχαρία. Θα έπρεπε λόγου χάρη να μάθουν γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, όταν αυτοί κάπου τεμπελιάζουν. Βέβαια, το σπουδαιότερο θα ήταν η ηθική διάπλαση των μικρών ψαριών.
Θα τους μάθαιναν ότι για ένα ψαράκι δεν υπάρχει μεγαλύτερη και ωραιότερη αρετή από το να θυσιάζεται πρόθυμα κι ότι τα ψαράκια θα έπρεπε να πιστεύουν τυφλά στους καρχαρίες, προπαντός όταν αυτοί τους λένε ότι θα φροντίσουν για ένα ωραίο μέλλον. Θα έδιναν στα ψαράκια να καταλάβουν πως αυτό το ωραίο μέλλον τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένο, όταν εκείνα μάθουν να υπακούνε. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται από κάθε λογής ταπεινές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις, κι αν τύχαινε κανένα από δαύτα να φανερώσει τέτοιες αδυναμίες, τα άλλα τα ψαράκια θα έπρεπε να τα αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες.
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν βέβαια αναμεταξύ τους και διάφορους πολέμους, για να κυριέψουν ξένα κλουβιά και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς ο κάθε καρχαρίας θα πολεμούσε με τα δικά του ψαράκια. Θα μάθαιναν τα ψαράκια ότι ανάμεσα σ' αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια θα τους έλεγαν, είναι ως γνωστό βουβά, σωπαίνουν ωστόσο σε ολότελα διαφορετικές γλώσσες, γι' αυτό και είναι αδύνατο να καταλάβει το ένα τ' άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε μερικά εχθρικά ψαράκια που σωπαίνουν σ' άλλη γλώσσα, θα καρφίτσωναν κι από 'να παράσημο από φύκι και θα του έδιναν τον τίτλο του ήρωα.
Αν βέβαια οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαν και τη δική τους τέχνη. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα παράσταιναν τα δόντια των καρχαριών με θαυμάσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σαν τους κήπους της Βαβυλώνας, όπου μπορεί να κάνει κανείς τρελό σεργιάνι. Τα θέατρα στο βυθό θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια με την μπάντα μπροστά θα ορμούσαν μαγεμένα και νανουρισμένα με τις πιο όμορφες σκέψεις στο στόμα των καρχαριών. Δε θα έλειπε βέβαια και η θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Αυτή θα δίδασκε ότι τα ψάρια μονάχα στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζαν να γεύονται την αληθινή ζωή.
Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, όλα τα ψαράκια δε θα ήταν πια ίσα κι όμοια όπως συμβαίνει σήμερα. Μερικά από δαύτα θ' αποχτούσαν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα ψαράκια. Όσα μάλιστα είναι λίγο πιο μεγάλα θα είχαν το λεύτερο να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα ήταν άλλωστε ευχάριστο για τους καρχαρίες, γιατί έτσι εκείνοι δε θα χρειάζονταν πια παρά να καταπίνουν συχνότερα πιο μεγάλες μπουκιές. Και τα πιο μεγάλα ψαράκια, αυτά που θα είχαν τις ψηλές θέσεις, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί και μηχανικοί στα ψαροκλουβιά. Κοντολογίς, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαμε πολιτισμό στη θάλασσα.»
37
«Μη με διώχνεις», είπε το αστέρι στον ουρανό.
«Μη φοβάσαι, θα έχεις ένα όμορφο ταξίδι», του απάντησε εκείνος.
«Βοήθεια αδέρφια δεν θέλω να πάω πουθενά», φώναξε τρομαγμένο το αστέρι καθώς άρχισε να πέφτει προς τη γη.
Όσοι είδαν το πεφταστέρι ευχήθηκαν κάτι. Άλλος ήθελε, υγεία, άλλος αγάπη, άλλος ένα καινούριο αυτοκίνητο, μα το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, έκανε μια διαφορετική ευχή: «Αυτό το πεφταστέρι να γίνει δικό μου» είπε.
Και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε...Το πεφταστέρι, που είχε πέσει πάνω στα βράχια, αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του εκεί, κοιτάζοντας τους φίλους του στον ουρανό. Στην αρχή, ένιωθε ζήλια και πίκρα, μα σιγά-σιγά, αφέθηκε στη γλύκα της βραδιάς, χάζεψε τα φώτα των καραβιών που χόρευαν στη θάλασσα και μαγεύτηκε από τη μελωδία των κυμάτων.
Το άλλο πρωί ο ήλιος βρήκε το λιμάνι σε μεγάλες φούριες. Αυτοκίνητα έφερναν και έπαιρναν κόσμο στα καράβια, μεγάλα φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα. Ένας χαμός!
Το πεφταστέρι, πανικοβλήθηκε και κούρνιασε στα βράχια. «Άπαπα δεν πάω πουθενά πια, θα κάτσω εδώ, που δε θα με πειράξει κανείς», σκέφτηκε. Σε λίγο στάθηκε δίπλα του ένας σκύλος, εκείνο τρόμαξε κι άρχισε να προσεύχεται να μην το πάρει χαμπάρι το κοπρόσκυλο και το καταβροχθίσει. Ευτυχώς, ο σκύλος δεν είδε το πεφταστέρι και έφυγε για να βρει το αφεντικό του.
Το μεσημέρι ο ήλιος τσουρούφλιζε και το πεφταστέρι σκλήρυνε και πήρε ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα. Αυτό ήταν, έγινε ένας αστερίας! Όταν σχόλασε το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, κατέβηκε στα βράχια να ψάξει το αστέρι του και μόλις το βρήκε το κράτησε με αγάπη στα δυο του χέρια και το πήρε μαζί του.
Το πεφταστέρι ένιωσε ασφάλεια. Μα επειδή ήταν φοβητσιάρικο, ρώτησε το αγόρι: «θα με προσέχεις, έτσι;» «φυσικά θα σε προσέχω», του απάντησε εκείνο χαϊδεύοντάς το. Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο εύκολα.
Μόλις η μαμά του αγοριού είδε τον αστερία είπε στο γιο της: «πάλι μάζεψες βρωμιές; Αμέσως στο σκουπιδοτενεκέ αυτή η βλακεία που κρατάς και πλύνε καλά τα χέρια σου, για να φάμε». Το αγόρι στεναχωρήθηκε. Δεν μπορούσε να πετάξει το θησαυρό του.
Έκρυψε το πεφταστέρι κάτω από τα βιβλία του, μα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει για πολύ εκεί μιας κι η μαμά του τα έβρισκε όλα. Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση και την άλλη μέρα πήρε μαζί του το πεφταστέρι του στο σχολείο. Λίγο πριν μπει στην τάξη, το ρώτησε: «Αστεράκι μου, αν δεν μπορώ να σε κρατήσω εγώ, που θα ήθελες να πας;» «Α, μα να γυρίσω στον ουρανό, πουθενά αλλού», του απάντησε εκείνο.
Σε λίγες ώρες, η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να μπουν ήσυχα στη σειρά γιατί θα πήγαιναν να επισκεφτούν στο νοσοκομείο, ένα συμμαθητή τους, που από όσο ήξεραν ήταν τόσο άρρωστος, που για να του περάσει ο πόνος θα πήγαινε στον ουρανό. Όλοι του είχαν πάρει από ένα δωράκι. Κι επειδή το άρρωστο παιδί δεν είχε πια μαλλιά, για να μην του κόψουν τη φόρα προς τον ουρανό, το αγόρι, του είχε αγοράσει ένα όμορφο σκουφάκι για να μην κρυώνει. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήρε το αστέρι του και το έβαλε πάνω στο σκουφάκι. Το τύλιξε καλά με το κορδόνι από το παπούτσι του και όταν έφτασε στο νοσοκομείο, το χάρισε στο φιλαράκο του, που ξετρελάθηκε από τη χαρά του.
Σε μερικές μέρες το άρρωστο αγόρι αφού μάζεψε την αγάπη όλου του κόσμου, έφυγε τελικά για τον ουρανό φορώντας το σκουφάκι του. Έτσι έφυγε μαζί του και το πεφταστέρι. Που όταν έφτασε επάνω πήρε πάλι την παλιά του θέση, ανάμεσα στους φίλους του και τους είπε όσα έγινα κάτω στη γη.
Το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, μεγάλωνε ευτυχισμένο, γιατί τα βράδια έβλεπε πάντα το αστέρι του, που του έστελνε λαμπερά φιλιά και ήξερε πως παρόλο που δεν το είχε κοντά του, ήταν για πάντα δικό του, ήταν χαρούμενο και το αγαπούσε, όπως όταν το κράταγε στα χέρια του.
Κι από τότε, έλεγε πως όταν έχεις αγαπήσει κάτι, θες μόνο το καλό του, και όπου κι αν βρίσκεται στην πραγματικότητα για σένα, δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από την καρδιά σου.
38
Μια μέρα, ένας άνθρωπος περπατούσε στην ακρογιαλιά.
Την προηγούμενη νύχτα είχε προηγηθεί σφοδρή θαλασσοταραχή και η φουσκοθαλασσιά είχε ξεβράσει στην ακτή εκατοντάδες αστερίες.
Κάποια στιγμή είδε ένα παιδί να σκύβει στην άμμο, να σηκώνει κάτι και πολύ απαλά να το πετά μέσα στην θάλασσα.
Η κίνηση αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου να πλησιάσει κοντά.
Τότε διαπίστωσε ότι το παιδί μάζευε τους αστερίες και τους ξαναπετούσε στη θάλασσα. Καθώς το παιδί ήταν αφοσιωμένο στο έργο του και δεν τον είχε αντιληφθεί, ο άνθρωπός στάθηκε και το παρατηρούσε για πολλή ώρα .
Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του και η έκφραση του προσώπου του ήταν σφιγμένη από την προσπάθεια.
Κάποια στιγμή ο άνθρωπός μας αποφάσισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και του φώναξε: «Καλημέρα! Τι κάνεις εδώ;»
Το παιδί, σταμάτησε για μια στιγμή, κοίταξε τον άνδρα και του απάντησε κοφτά: » Δε βλέπεις; Πετάω αστερίες στην θάλασσα».
- Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις, του αντιγύρισε ο άνθρωπος.
- Είναι εκατοντάδες οι αστερίες που πεθαίνουν στην αμμουδιά. Δεν έχει σημασία αυτό που κάνεις!
Το παιδί τον κοίταξε θυμωμένο, του έδειξε τον αστερία που κρατούσε στο χέρι του και του είπε:
- Έχει όμως σημασία για αυτόν εδώ, και λέγοντας αυτά τα λόγια πέταξε τον αστερία απαλά μέσα στην θάλασσα.
Ο άνθρωπός μας προσβεβλημένος συνέχισε το δρόμο του, περπατώντας πλάι στους ξεβρασμένους αστερίες.
Λίγο παρακάτω όμως, όταν ο θυμός του είχε πια υποχωρήσει κάποιοι τον είδαν να κοιτάει κλεφτά γύρω του μήπως τον βλέπει κανείς κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος του, έσκυψε μάζεψε έναν αστερία και να τον απίθωσε μαλακά στη θάλασσα.
39
Ενώ ένας άνδρας γυάλιζε το νέο αυτοκίνητό του, ο ηλικίας 4 ετών γιος του, πήρε μια πέτρα και γρατσούνισε με γραμμές μέρος του αυτοκινήτου. Στο θυμό του απάνω, ο άνδρας αυτός πήρε το χέρι του παιδιού του και χρησιμοποιώντας ένα γαλλικό κλειδί, το χτύπησε πολλές φορές.
Στο νοσοκομείο, το παιδί έχασε όλα τα δάχτυλά του λόγω των πολλαπλών σπασιμάτων.
Όταν το παιδί είδε τον πατέρα του, με παραπονεμένα μάτια, γεμάτα πόνο τον ρώτησε: «Μπαμπά... πότε τα δάχτυλά μου θα μεγαλώσουν πάλι;»
Το άτομο βουβό, πήγε πίσω στο αυτοκίνητό του και το κλώτσησε πολλές φορές. Σκεπτόμενος αυτό που έκανε, βρισκόμενος μπροστά στο αυτοκίνητό του και βλέποντας ξανά τις γρατζουνιές, αντιλήφθηκε ότι το παιδί του είχε γράψει με την πέτρα «ΜΠΑΜΠΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ».
Ο θυμός και η αγάπη δεν έχουν κανένα όριο. Επιλέξτε τα τελευταία για να έχετε μια όμορφη, καλή ζωή... Τα πράγματα υπάρχουν για να χρησιμοποιούνται, ενώ οι άνθρωποι είναι για να αγαπηθούν.
Προσέξτε τις σκέψεις σας, γίνονται λέξεις.
Προσέξτε τις λέξεις σας, γίνονται ενέργειες.
Προσέξτε τις ενέργειές σας, γίνονται συνήθειες.
Προσέξτε τις συνήθειές σας που γίνονται χαρακτήρας.
Προσέξτε το χαρακτήρα σας, γίνεται το πεπρωμένο σας.
40
Ένας καθηγητής Βιολογίας εξηγούσε στους μαθητές του πώς μια κάμπια γίνεται πεταλούδα.Τους είπε λοιπόν ότι, κατά τις επόμενες δύο ώρες, η πεταλούδα θα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι και αφού τόνισε ότι κανείς δεν πρέπει να τη βοηθήσει, έφυγε.
Οι μαθητές περίμεναν και κάποια στιγμή άρχισε η διαδικασία.
Η πεταλούδα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι, όταν ένας από τους μαθητές τη λυπήθηκε και αποφάσισε να τη βοηθήσει παρά τις ρητές εντολές του καθηγητή.
Έσπασε λοιπόν το κουκούλι και η πεταλούδα, η οποία δεν χρειαζόταν πια να καταβάλει καμία προσπάθεια, λίγο αργότερα πέθανε.
Όταν επέστρεψε ο καθηγητής και του είπαν τι είχε συμβεί, εξήγησε στον μαθητή ότι, στην πραγματικότητα, βοηθώντας την πεταλούδα, τη σκότωσε, γιατί, σύμφωνα με τον νόμο της φύσης, η προσπάθεια της πεταλούδας να βγει από το κουκούλι τη βοηθά να δυναμώσει τα φτερά της.
Ο μαθητής της στέρησε την προσπάθεια και έτσι, η πεταλούδα πέθανε.
Τίποτα αξιόλογο δεν κατακτάται χωρίς προσπάθεια.
41
Μια φορά ένας δαίμονας συνάντησε ένα άλλο κακό πνεύμα, έναν άλλο δαίμονα, ο οποίος κυλιόταν στο έδαφος, φώναζε και έκλαιγε σαν να είχε κυριευτεί από τον πιο αβάσταχτο πόνο.
-Από τι υποφέρεις; ρώτησε ο πρώτος δαίμονας.
Ο άλλος απάντησε ανάμεσα σε δύο βογκητά:
-Έχω έναν άγγελο μέσα μου. Με βασανίζει....
42
Ένας αρχαίος κινέζικος θρύλος λέει ότι σ' ένα μοναστήρι κάποιος μαθητής ρώτησε τον σοφό δάσκαλο του:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;»
Ο δάσκαλος του απάντησε:
«Πολύ μικρή κι ωστόσο, έχει μεγάλες συνέπειες. Έλα να σου δείξω την Κόλαση».
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από μια μεγάλη χύτρα με ρύζι. Όλοι ήταν πεινασμένοι και απελπισμένοι, καθένας είχε από ένα κουτάλι που το κρατούσε από την άκρη με προσοχή κι έφτανε ως τη χύτρα. Κάθε κουτάλι, όμως, είχε τόσο μακρύ χερούλι, που δεν μπορούσαν να το φέρουν στο
στόμα.
Η απελπισία και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή.
«Έλα» είπε ο δάσκαλος λίγο μετά. «Τώρα θα σου δείξω τον Παράδεισο».
Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο. Υπήρχε η ίδια χύτρα του ρυζιού, η ομάδα ανθρώπων, τα ίδια μακριά κουτάλια, όμως εκεί όλοι ήταν ευτυχισμένοι και χορτάτοι.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «Γιατί είναι τόσο ευτυχισμένοι εδώ, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια;»
«Δεν το κατάλαβες;», χαμογέλασε ο δάσκαλος.
«Καθώς τα κουτάλια έχουν μακριά χερούλια και δεν μπορούν να φέρνουν το φαγητό στο στόμα τους, εδώ έμαθαν όλοι να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».
43
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι ταβάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο
σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.
Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια.
Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση.
Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας,
δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο
πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια.
Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη».
Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους,
Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της.
«Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν' αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοια τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από
μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν' απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του.
Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια.
Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε,βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του.
Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος.
«Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος.
«Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία.
Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
44
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι...
Ντρεπόταν γι' αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.
Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους.
Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια.
Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό»;... αναρωτιόταν... Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!».
Ήθελε να πεθάνει , θελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!».
Αυτή δεν του απάντησε.
«Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;» έλεγε αργότερα σ' ένα φίλο του.
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.
Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε μαζί της , επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει.
Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!».
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι' αυτόν:
«Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι. Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου.
Η μητέρα σου».
45
Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του:
1. Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.
2. Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει (ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους) να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.
3. Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.
Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:
1. Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!
2. Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!
3. Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!
46
"Δεν μπορώ" του είπα. "Δεν μπορώ!"
"Σίγουρα;" με ρώτησε αυτός.
"Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω... Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ!!!"
Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του.
Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
"Να σου πω μια μια ιστορία..."
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται:
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.
Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του...
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει;
Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων.
Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα.
Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: "Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;"
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση.
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα - ευτυχώς για μένα - ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φανάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι.
Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί.
Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο...
...Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του...
Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο - πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι "δεν μπορούμε" να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:
"Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω."
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθησε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:
"Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!
47
Υπήρχε ένα σπουργιτάκι που, όταν άκουγε τη βροντή της θύελλας, ξάπλωνε στη γη και σήκωνε τα μικροσκοπικά πόδια του προς τον ουρανό.
- Γιατί το κάνεις αυτό; το ρώτησε μια αλεπού.
Για να προστατέψω τη γη, που έχει τόσα ζωντανά πλάσματα! απάντησε το σπουργιτάκι. Σηκώνω τα πόδια μου για να συγκρατήσω τον ουρανό, σε περίπτωση που φανούμε άτυχοι και ο ουρανός πέσει πάνω μας.
- Τα καχεκτικά ποδαράκια σου να συγκρατήσουν τον απέραντο ουρανό; με απορία και ειρωνεία ρώτησε η αλεπού.
- Ο καθένας εδώ κάτω στη γη έχει το δικό του κομμάτι ουρανού να συγκρατήσει, απάντησε το σπουργίτι.
48
Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, στην αίθουσα VIP του αερολιμένα, για να διαβάσει με ησυχία. Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα, άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα.
Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε:
"Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε!"
Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα.
Αυτό την εξαγρίωνε αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή. Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, σκέφτηκε: «Ααα... Τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα;"
Τότε, ο άνδρας, παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό. Ααα! Αυτό ήταν πάρα πολύ
Ήταν πολύ πάρα πολύ θυμωμένη τώρα!
Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματά της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης. Όταν κάθισε στο κάθισμά της, μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και, προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό! Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη!! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος...
Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της.
Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του μʼ αυτήν, χωρίς κανένα συναίσθημα θυμού ή πίκρας ... ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μʼ αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει... ούτε να ζητήσει συγγνώμη.
49
Καθώς ο Βούδας βρισκόταν ανάμεσα στους μαθητές του ένα πρωί, ένας άνδρας πλησίασε τη σύναξη των ανδρών.
-«Υπάρχει Θεός;» ρώτησε.
-«Ναι, υπάρχει Θεός» απάντησε ο Βούδας.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ένας άλλος άνδρας εμφανίστηκε.
-«Υπάρχει Θεός» ρώτησε.
-«Όχι, δεν υπάρχει Θεός» απάντησε ο Βούδας.
Αργά την ίδια ημέρα, ένας τρίτος άνδρας απηύθυνε την ίδια ερώτηση στο Βούδα:
«Πρέπει να αποφασίσεις ο ίδιος για τον εαυτό σου» είπε ο Βούδας.
«Δάσκαλε, αυτό είναι παράλογο» είπε ένας εκ των μαθητών του. «Πώς είναι δυνατόν να δίνεις τρεις διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα;»
«Ήταν διαφορετικές προσωπικότητες» απήντησε ο Φωτισμένος. «Και κάθε πρόσωπο πλησιάζει το Θεό με το δικό του τρόπο: ορισμένοι με βεβαιότητα, άλλοι με άρνηση και μερικοί με αμφιβολία».
50
Ένας ιδιοκτήτης pet-shop στην Αυστρία, είχε αναρτήσει μια πινακίδα έξω από
το κατάστημα του, που έγραφε: ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΟΥΤΑΒΙΑ.
Ένα μικρό αγόρι είδε την πινακίδα και μπήκε στο κατάστημα ρωτώντας: «Πόσα χρήματα θέλετε για να μου δώσετε ένα κουτάβι»;
Ο ιδιοκτήτης απάντησε πως κόστιζαν από 30 έως 50 δολάρια. Ο μικρός, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα από την τσέπη του είπε: «
Δυστυχώς έχω μόνο 2 δολάρια, μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω λίγο τα κουτάβια»; Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και σφύριξε δυνατά.
Μια σκυλίτσα μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από 5 κουταβάκια.
Το ένα από αυτά κούτσαινε, με αποτέλεσμα να μείνει λίγο πιο πίσω από τα
άλλα κουταβάκια.
Τότε ο μικρός ρώτησε: «Τι έχει αυτό το κουτάβι και κουτσαίνει»;
Ο ιδιοκτήτης του εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί με πρόβλημα στο
γοφό και πως θα έμενε έτσι σε όλη του τη ζωή. Ο μικρός ενθουσιασμένος είπε στον μαγαζάτορα: «θέλω να το αγοράσω» .
Ο άντρας γέλασε και του είπε: «Όχι, δεν νομίζω να θέλεις ένα τέτοιο κουτσό
κουτάβι. Αλλά αν επιμένεις μπορώ να σου το χαρίσω»...
Ο μικρός ήταν περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το
κουτάβι έστω και με ευκολίες και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει το χρέος του στον ιδιοκτήτη του pet shop, δίνοντας ένα ποσό κάθε μήνα.
Ο άντρας γέλασε ξανά και είπε: » το κουτάβι αυτό είναι άχρηστο, πραγματικά
δεν σου χρειάζεται, ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου
όπως τα άλλα σκυλιά...». Τότε ο μικρός σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του και άφησε να ξεπροβάλλει το αριστερό του πόδι, το οποίο υποστηριζόταν από ένα μεταλλικό
σίδερο.
«Όπως βλέπετε, ούτε και εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω μαζί του...
επομένως το κουτάβι θα έχει κάποιον που το καταλαβαίνει...».Ο άντρας δάγκωνε τώρα τα χείλη του μην ξέροντας τι να πει.
Δακρυσμένος, προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε: «εύχομαι... όλα τα
κουτάβια να βρουν κάποτε ένα ιδιοκτήτη σαν κι εσένα»...
Στην ζωή δεν μετράει το ποιος είσαι αλλά το αν κάποιος σε αγαπά, σε δέχεται και σε εκτιμά γι' αυτό που είσαι χωρίς όρους.
51
Ταξίδευαν τρεις γυναίκες και ξαφνικά είδαν στο δρόμο ένα μεγάλο λάκκο και ανακαλύπτουν πως μέσα βρίσκόταν παγιδευμένη η Ευτυχία. Και τότε η πρώτη γυναίκα λεέι:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις όμορφη.
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια καλλονή και ευτυχισμένη έφυγε.
Η δεύτερη γυναίκα ζήτησε:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις πλούσια.
Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά της ένα σακούλι γεμάτο χρυσαφικά και διαμάντια, η γυναίκα το αρπάζει και ευτυχισμένη έφυγε.
Μόνο η τρίτη γυναίκα δεν έλεγε τίποτα και τότε η Ευτυχία της είπε μες απʼ το λάκκο:
- Πες μου κι εσύ, τι θέλεις να σου δώσω;
Και τότε η γυναίκα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και είπε:
- Δώσε μου το χέρι σου, και απλώς έβγαλε την Ευτυχία από το λάκκο.
Μετά συνέχισε το δρόμο της. Η Ευτυχία χαμογέλασε και την ακολούθησε.
52
Ένας γεράκος καθόταν στο σταθμό ενός τρένου και περνούσε την ώρα του καπνίζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς.
Κάποια μέρα επειδή είχε ευγενικό και προσιτό βλέμμα τον πλησιάζει ένας ταξιδιώτης και τον ρωτά:
«Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας γιατί είμαι καινούριος εδώ και θα ήθελα να ξέρω την νοοτροπία του τόπου αυτού ?»
Ο γεράκος τον κοίταξε και τον ρώτησε: » Πως ήταν οι άνθρωποι από εκεί που
έφυγες ?»
Ο ταξιδιώτης του απαντά: » Αφήστε τα. Ήταν ανταγωνιστικοί - σκληροί - άκαρδοι - υλιστές - δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν.»
«Και εδώ έτσι είναι», του απαντά ο γεράκος.
Ο ταξιδιώτης έφυγε απογοητευμένος.
Ένας άλλος ταξιδιώτης είδε την σκηνή παρόλο που δεν άκουγε την συζήτηση και αισθάνθηκε και αυτός ότι μπορούσε να ρωτήσει τον ηλικιωμένο αυτό κύριο.
Και αυτόν τον βασάνιζε το ίδιο ερώτημα : » Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας?»
και αυτός πήρε την ίδια απάντηση : «Πως ήταν οι άνθρωποι από εκεί που έφυγες ?«
Αυτός απάντησε: «Αχ μην μου τα θυμίζετε... τι καλούς φίλους άφησα εκεί .... πόσο με αγαπούσαν... όλοι έκλαιγαν όταν αποχαιρετιόμασταν αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έπρεπε να φύγω για ένα διάστημα.»
«Μην ανησυχείς παιδί μου του», απαντάει ο γεράκος , «και εδώ έτσι είναι οι άνθρωποι... και εδώ θα σε αγαπήσουν θα σε στηρίξουν και θα κλάψουν με σένα!»
Το ηθικό δίδαγμα: Στην ζωή βρίσκουμε αυτό στο οποίο επικεντρώνουμε το βλέμμα μας και ψάχνουμε να βρούμε. Αν ψάχνουμε για ελαττώματα, για κακία, για αντιπάλους θα τα βρούμε. Αν ψάχνουμε για αγάπη , για το καλό στους γύρω μας, όχι απλά θα το βρούμε, αλλά και θα το γευτούμε. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μας βρουν συμφορές, αλλά και στις συμφορές θα έχουμε ζεστά πρόσωπα γύρω μας!
53
Ο ζηλιάρης βλάπτει τον εαυτό του.
Κάποιος βασιλιάς πήρε ένα φιλάργυρο κι ένα ζηλιάρη για να τους δοκιμάσει.
«Ζητάτε μου ότι θέλετε και θα σας το δώσω. Όποιος μου ζητήσει πρώτος, θα του το δώσω και ακολούθως θα δώσω στον άλλο διπλά».
«Άντε, λέει ο φιλάργυρος του ζηλιάρη, ζήτα για να πιάσω διπλά».
Ο ζηλιάρης δεν ζητούσε, τελικά όμως αποφάσισε να ζητήσει:
«Να μου βγάλεις το ένα μου μάτι, για να του βγάλεις εκείνου και τα δυο».
Δεν κάμνει χαΐρι ο ζηλιάρης, ο φθονερός. Βλάπτει τον ίδιο τον εαυτό του.
54
Το παράλογο πάθος της ζήλειας.
Κάποτε ένα αντρόγυνο είχε το πάθος της ζήλειας. Όπου ήταν να πάει ο άντρας ήθελε να παίρνει και τη σύζυγο του. Όμως εκείνη ζήλευε από τις άλλες γυναίκες. Όταν τους προσκάλεσαν κάπου, λέει ο άντρας στη γυναίκα του: «Πήγαινε εσύ. Εγώ δεν θα πάω».
-«Όχι, να πάμε μαζί», απαντά η γυναίκα.
-«Όχι, μόνη σου θα πάς», λέει ο άντρας.
Σκέφτηκε η γυναίκα: Γιατί να θέλει να πάω μόνη μου; Και κατέληξε να του πει: - «Θέλω να με ζηλεύεις», διότι, σκέφτηκε, πως για να μην πάει μαζί της δεν την θέλει.
55
Ένας αμερικανός πολυεκατομμυριούχος, παππούς στην ηλικία, έπιασε κουβέντα με ένα ηλιοκαμένο νέο, ο οποίος ψάρευε με το καλάμι του.
- Έλα να σου μάθω την τέχνη του εμπορίου και σε λίγα χρόνια θα γίνεις και εσύ εκατομμυριούχος. Να πουλήσεις το χωραφάκι σου και να αγοράσεις μια βάρκα. Θα ψαρεύεις και θα πουλάς τα ψάρια. Θα φτιάξεις μια εταιρία, θα εκδόσεις μετοχές, θα αγοράσεις μεγάλα αλιευτικά σκάφη και αργότερα πολλά πλοία. Χρόνο με τον χρόνο, θα ανεβαίνουν τα κέρδη και οι μετοχές και θα γίνεις εκατομμυριούχος. Μια καλή μέρα, όταν θα κουραστείς θα πουλήσεις την εταιρία, θα αγοράσεις ένα σπίτι δίπλα στην παραλία και θα απολαμβάνεις την θάλασσα.
Απορημένος ο έξυπνος νέος, απάντησε στον παππού:
- Αφού απολαμβάνω από τώρα τον ήλιο και την θάλασσα, αφού βγάζω με το καλάμι μου όλο το φαγητό μου, αφού έχω στην αγκαλιά μου ότι επιθυμήσω, γιατί θα πρέπει θα κάνω όλα αυτά;
Ο παππούς δεν είχε τι να απαντήσει, σιώπησε και άλλαξε κουβέντα, ζηλεύοντας κατά βάθος την σοφία του νέου.
56
Κάποια ἀγράμματη ἀλλὰ εὐσεβὴς γιαγιά, πῆγε μία μέρα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε τὸν Ἱεροκήρυκα νὰ λέει:
- Αὐτὸς ποὺ δὲν διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν θὰ σωθεῖ!
Ἡ γιαγιὰ μόλις ἄκουσε τὸν λόγο αὐτὸ χλώμιασε, ἀπογοητεύτηκε καὶ γυρίζοντας σπίτι, λέει στὴν κόρη της:
- Παιδί μου θὰ κολαστῶ, διότι δὲν διαβάζω τὴν Ἁγία Γραφή!
Ἡ κόρη της προσπάθησε νὰ τὴν καθησυχάσει, ἀλλὰ ματαίως.
Μία μέρα, ἀποφάσισε ἡ γιαγιὰ νὰ πάει σὲ ἕναν φωτισμένο Γέροντα, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει.
Ἡ γιαγιὰ μόλις τὸν εἶδε, τοῦ λέει:
- Πάτερ μου, δὲν θὰ σωθῶ, διότι δὲν διαβάζω τὴν Ἁγία Γραφή, διότι εἶμαι ἀγράμματη!
Ὁ Γέροντας ὅμως τὴν καθησύχασε καὶ τῆς εἶπε:
- Καὶ πῶς σώθηκαν τόσοι καὶ τόσοι ἀγράμματοι ἄνθρωποι γιαγιά;
Μάλιστα ἔχουμε καὶ Ἁγίους, ποὺ ἦταν τελείως ἀγράμματοι! Αὐτοὶ πῶς σώθηκαν;
Τὰ γράμματα δὲν σώζουν,ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ἀμορφωσιὰ κολάζει.
Λοιπὸν γιαγιά, θὰ κάνεις τὸ ἐξῆς: Θὰ παίρνεις τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ τὸ ἀνοίγεις στὴν πρώτη σελίδα, θὰ βάζεις τὴν παλάμη σου πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ θὰ πηγαίνεις στὸ εἰκονοστάσι καὶ θὰ λὲς τὴν ἐξῆς προσευχή: Χριστέ μου, αὐτὰ ποὺ γράφεις στὸ Εὐαγγέλιο, βάλτα μέσα στὴν καρδιά μου.
Τὴν ἄλλη μέρα θὰ βάζεις τὴν παλάμη σου στὴν δεύτερη σελίδα κ.ο.κ. Ἡ γιαγιὰ ἐφάρμοσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τοῦ Γέροντα γιὰ ἀρκετοὺς μήνες.
Μία μέρα στὸ σπίτι παίζανε τὰ ἐγγονάκια της καὶ ἄρχισαν νὰ μιλᾶνε ἄσχημα καὶ νὰ κατακρίνουν.
Ἡ γιαγιὰ τὸ ἄκουσε καὶ τὰ παρατήρησε, λέγοντάς τους:
- Παιδιά μου, μὴν κρίνετε γιὰ νὰ μὴν κριθεῖτε!
Κόκκαλο ἡ κόρη της!
- Μάνα, αὐτὸ ποῦ εἶπες, ἀπὸ ποῦ τὸ ἄκουσες καὶ τὸ εἶπες; Αὐτὸ τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐσὺ δὲν ξέρεις γράμματα, ποιός σοῦ τὸ εἶπε;
- Παιδί μου, δὲν τὸ ἄκουσα ἀπὸ κάπου, ἀλλὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου!
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἄρχισε ἡ γιαγιὰ νὰ ἀναπαράγει λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει! Ἡ γιαγιὰ ἐπειδὴ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Γέροντα μὲ πίστη καὶ ἁπλότητα ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ ἐμφυτεύει τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου στὴν καρδιά της!
Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς σώσει ἀδελφοὶ εἶναι ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἡ μόρφωσή μας. Ἐξάλλου ὁ Χριστός, ἐπέλεξε ἀγράμματους ἀνθρώπους γιὰ Μαθητές Του, γιὰ νὰ δείξει, ὅτι μπορεῖ νὰ σὲ κάνει πάνσοφο, ἀκόμα καὶ ἂν εἶσαι ἀγράμματος, ἀρκεῖ νὰ ἔχει κανεὶς πίστη καὶ ταπείνωση.
57
Έλεγε κάποιος στον π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο τους λόγους, που τον εμπόδιζαν να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του:
- Δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος! Αυτός έφταιξε κι όχι εγώ! Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος κι εγώ μεγαλύτερος.
- Δεν μου λες, ρώτησε ο πνευματικός, ποιός είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;
- Μα θέλει και ρώτημα; Ο Θεός βέβαια!
- Και ποιός έφταιξε στον άλλο; Ο Θεός σ' εμάς ή εμείς στον Θεό;
- Εμείς φταίξαμε στον Θεό.
- Και ποιός έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στον Θεό ή ο Θεός ήρθε σ' εμάς;
- Ο Θεός ήρθε σ' εμάς.
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, ...σας ευχαριστώ! Έχετε δίκιο. Εγώ θα πάω στον αδελφό μου!
58
Ένας γιος πήγε τον πατέρα του σε ένα εστιατόριο για βραδινό δείπνο.
Ο πατέρας ήταν πολύ γέρος και αδύναμος, κι ενώ έτρωγε, έριξε φαγητό στο πουκάμισο και το παντελόνι του. Άλλοι πελάτες τον έβλεπαν με αηδία, ενώ ο γιος του ήταν ήρεμος.
Αφού τελείωσε το φαγητό του, ο γιος του που δεν ήταν καθόλου ντροπιασμένος γι' αυτό, τον πήγε σιγά σιγά αθόρυβα στην τουαλέτα, σκούπισε τα σωματίδια τροφής, αφαίρεσε τους λεκέδες, χτένισε τα μαλλιά του και έβαλε τα γυαλιά του σταθερά.
Όταν βγήκαν έξω, όλο το εστιατόριο τους παρακολουθούσε σε νεκρή σιωπή, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν πώς κάποιος θα μπορούσε να ταπεινώσει τον εαυτό του δημόσια έτσι. Ο γιος τακτοποίησε το λογαριασμό και άρχισε να βγαίνει με τον πατέρα του.
Εκείνη την στιγμή, ένας γέρος ανάμεσα στους πελάτες φώναξε τον γιο και τον ρώτησε:
-Δεν ξέρεις ότι έχεις αφήσει κάτι πίσω;
Ο γιος απάντησε:
-Όχι κύριε, δεν έχω αφήσει.
Ο γέρος απάντησε:
-Ναι, έχεις! Άφησες ένα μάθημα για κάθε γιο και μια ελπίδα για κάθε πατέρα .
59
Ήταν (λέει ο Αίσωπος) ένα κατσικάκι ταμπουρωμένο πάνω σ' έναν πύργο. Βλέπει κάτω, προς το δρόμο, ένα λύκο να περπατάει.
Άρχισε να εξαπολύει ύβρεις κατά του λύκου. «Να χαθείς, παλιοτόμαρο! Φονιά! Τρως τα ξένα αρνιά!».
Ο λύκος κονταστάθηκε, κοίταξε το κατσικάκι, και τρίζοντας τα δόντια του, του είπε: «Μην καμαρώνεις, επειδή με βρίζεις! Δεν με βρίζεις εσύ, αλλά το φρούριο που σε προστατεύει!». Σαν να του έλεγε: «Αν θέλεις να τα ειπούμε, κατέβα κάτω...!».
Αν το «γενναίο» κατσικάκι βρισκόταν μπροστά στο στόμα του λύκου, άραγε, τι θα έλεγε στο λύκο; Θα τον ύβριζε και τώρα; Μπροστά στον κίνδυνο να κατασπαραχθεί από το λύκο, θα του έμπλεκε εγκώμια! «Καλά κάνεις και τρως τα ξένα αρνάκια! Πως θα ζήσεις, χωρίς να τρως;!».
Έτσι, «διπλοπρόσωπα» λειτουργεί ο άνθρωπος.
Όταν είναι ταμπουρωμένος, όταν έχει την υγειά του, τα χρήματά του, το παίζει παλικάρι! Όταν, όμως, χάσει την υγειά του, τα χρήματά του, προπαντός την υγειά του, τότε έρχονται τα άνω-κάτω.
Ενθυμούμαι: Μια κυρία, έντονα ανήσυχη, μου έφερε ένα γράμμα του πατέρα της. «Είμαι άθεος! Όταν πεθάνω, αν τολμήσεις και μου κάνεις εκκλησιαστική κηδεία, θα έχεις την κατάρα μου!!», έγραφε το γράμμα.
Μετά από δύο-τρία χρόνια η κυρία ήρθε ξανά. Τώρα μου ανακοίνωσε: «Ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά, νοσηλεύθηκε στην εντακτική. Πάω και του ψιθυρίζω σ' αυτί του: «Πατέρα αυτό που έγραψες, ισχύει;». «Όχι! Φέρε γρήγορα παπά για εξομολόγηση...!».
Ο κίνδυνος κι ο φόβος του θανάτου είναι πράγματα, που κατά τον S. Kierkergaard, γονατίζουν πάντα άνθρωπο! Και το μέλλον είναι άγνωστο για όλους μας, γι' αυτό ας μην φουσκώνουμε, όπως φούσκωνε το κατσικάκι πάνω στο φρούριο! «Έχει ο καιρός γυρίσματα!».
60
Κάποτε ένα νεαρό ζευγάρι μετακόμισε σε μια νέα γειτονιά. Το επόμενο πρωί, ενώ έπαιρναν το πρωινό τους, η νεαρή γυναίκα είδε τον γείτονά τους να απλώνει την μπουγάδα του.
-Τα ρούχα που απλώνει δεν είναι πολύ καθαρά. δεν ξέρει πώς να πλένει σωστά. Ίσως να χρειάζεται καλύτερο απορρυπαντικό για το πλυντήριό του.
Ο σύζυγός της την κοίταξε, παραμένοντας σιωπηλός. Κάθε φορά που ο γείτονάς της άπλωνε την μπουγάδα για να στεγνώσει, η νεαρή γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια.
Ένα μήνα αργότερα, η γυναίκα ξαφνιάστηκε όταν παρατήρησε την ολοκάθαρη μπουγάδα του γείτονα απλωμένη και είπε στον σύζυγό της:
-Κοίτα, τελικά ο γείτονάς μας έμαθε πώς να πλένει σωστά. Αναρωτιέμαι ποιος τούτο δίδαξε αυτό;
Ο σύζυγος απάντησε:
-Σηκώθηκα νωρίς το πρωί και καθάρισα τα παράθυρά μας.
Έτσι είναι με τη ζωή Αυτό που βλέπουμε όταν παρατηρούμε τους άλλους εξαρτάται από την καθαρότητα του «παράθυρου» μέσω του οποίου βλέπουμε.
Ας μην είμαστε πολύ γρήγοροι στο να κρίνουμε τους άλλους, ειδικά εάν η προσωπική μας ζωή κυριαρχείται από θυμό, ζήλια, αρνητικότητα ή ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
«Κρίνοντας ένα άτομο δεν χαρακτηρίζουμε εκείνο , χαρακτηρίζουμε ποιοι εμείς είμαστε!